ἀποπλανάω

From LSJ
Revision as of 11:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπλᾰνάω Medium diacritics: ἀποπλανάω Low diacritics: αποπλανάω Capitals: ΑΠΟΠΛΑΝΑΩ
Transliteration A: apoplanáō Transliteration B: apoplanaō Transliteration C: apoplanao Beta Code: a)poplana/w

English (LSJ)

fut. -ήσω,

   A lead astray, make to digress, λόγον Hp. Art.34, Luc.Anach.21; ἀ. τινὰ ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως Aeschin.3.176:— Pass.,wander away from, τῆς ὑποθέσεως Isoc.7.77: abs., of leaderless wasps, Arist.HA554b23; wander from the truth, Alex.Aphr. in Metaph.139.12, Chrysipp.Stoic.3.33.    II distribute, in Pass., ἀποπλανᾶται ἐς πάντα αἷμα καὶ πνεῦμα Hp.Alim.33.    III metaph., seduce, beguile, τοὺς ἐκλεκτούς Ev.Marc.13.22.

German (Pape)

[Seite 319] dasselbe, abführen, τινὰ ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως Aesch. 3, 176; Pol. 3, 57, 4; τὸν λόγον Luc. Gymn. 21; pass., abirren, abkommen, δέδοικα, μὴ πόῤῥω λίαν τῆς ὑπ οθέσεως ἀποπλανηθῶ Isocr. 7, 77; τοῦ λόγου Luc. Necyom. 19; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπλᾰνάω: μέλλ. -ήσω, = τῷ προηγ., ἀποπλανῶ, ἐκτρέπω τῆς εὐθείας ὁδοῦ, ἀπομακρύνω τοῦ προκειμένου, ἀλλ’ οὐ βούλομαι ἀποπλανᾶν τὸν λόγον (ἀποπλανεῖν, Kühn) Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 800· ἀπ. τινὰ ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως Αἰσχίν. 79. 6: - Παθ., πλανῶμαι μακράν, δέδοικα μὴ πόρρω λίαν τῆς ὑποθέσεως ἀποπλανηθῶ Ἰσοκρ. 155D· ἀπολ., πλανῶμαι μακρὰν τῆς πατρίδος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5.23, 1, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1048Α. ΙΙ. μεταφ., ἐξαπατῶ, «καὶ δώσουσι σημεῖα καὶ τέρατα πρὸς τὸ ἀποπλανᾶν, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς» Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιγ΄, 22.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
égarer, écarter de : τινα ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως ESCHN écarter qqn du sujet;
Moy. ἀποπλανάομαι-ῶμαι s’écarter de, gén..
Étymologie: ἀπό, πλανάω.

Spanish (DGE)

I intr.
1 ref. a discursos salirse, desviarse c. gen. ἀποπλανᾶν τοῦ λόγου caer en divagaciones Hp.Art.34
en v. med.-pas. mismo sent. δέδοικα μὴ ... τῆς ὑποθέσεως ἀποπλανηθῶ Isoc.7.77
divagar ἄλλως ἀποπλανώμενοι Chrysipp.Stoic.3.33, cf. Plu.2.770b, ὁ νοῦς ἀποπλανώμενος εἰς εὐεπείας λόγων Pl.Ax.369d.
2 sólo en v. med.-pas. c. gen. de pers. o abstr. desviarse, separarse, extraviarse de ἀπὸ τοῦ θεοῦ Herm.Sim.6.3.3, ἀποπλανηθεῖσα τῶν ἑμαυτῆς habiéndome separado de los míos (a causa del gentío), X.Eph.5.7.7, χοίρου ὑὸς ἀποπλανηθείσης τῆς θυγατρός habiéndosele escapado una cerdita a mi hija, SB 7464.6 (III d.C.), ἀπὸ τῆς ἀληθείας D.H.Comp.4.18, ἀπὸ τῆς πίστεως 1Ep.Ti.6.10, cf. Herm.Mand.10.1.5
c. dat. instrum. ταῖς διανοίαις LXX 2Ma.2.2
abs. ir errante o a la deriva, vagar las avispas sin jefe, Arist.HA 554b23, cf. Plu.2.962e
extraviarse LXX Si.4.19, 13.8
fig. errar, equivocarse ἐκεῖνοι δ' ἀποπεπλάνηνται aquellos están en el error Arr.Epict.4.6.38
neutr. plu. subst. τὰ ἀποπεπλανημένα los errores Polyc.Sm.Ep.6.1.3 sólo en v. med.-pas., c. prep. y ac. pasar, distribuirse ἐς πάντα αἷμα καὶ πνεῦμα Hp.Alim.31.
II tr.
1 alejar, desviar, distraer ἵνα δὲ μὴ ἀποπλανῶ ὑμᾶς ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως para no distraeros del tema Aeschin.3.176, cf. Plb.3.57.4, ἀποπλανᾶν ... τὸν λόγον desviar el tema Luc.Anach.21
fig. desviar, despistar, extraviar, inducir a error αὐτὸν πολλῇ ὁμιλίᾳ LXX Pr.7.21, cf. Si.13.6, 2Pa.21.11, τοὺς ἐκλεκτούς Eu.Marc.13.22, cf. Polyc.Sm.Ep.6.3.
2 desplegar ἡ δὲ ἑτέρη (φλέψ) ... πολλὰς ἀπεπλάνησε φλέβας Hp.Oss.18.

English (Strong)

from ἀπό and πλανάω; to lead astray (figuratively); passively, to stray (from truth): err, seduce.

English (Thayer)

ἀποπλάνω; 1st aorist passive ἀπεπλανήθην; to cause to go astray, tropically, to lead away from the truth to error: τινα, to go astray, stray away from: ἀπό τῆς πίστεως, Hippocrates); Plato, Ax., p. 369d.; Polybius 3,57, 4; Dionysius Halicarnassus, Plutarch, others.)

Greek Monotonic

ἀποπλᾰνάω: μέλ. -ήσω, = το προηγ., εκτρέπω κάποιον από το δρόμο του, σε Αισχίν.· μεταφ., εξαπατώ, παραπλανώ, τινά, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀποπλᾰνάω:
1) уводить в сторону, отклонять (τινα ἀπὸ τῆς ὑποθεσεως Aeschin., Polyb.; λόγον Luc.);
2) med.-pass. уходить или улетать далеко (σφῆκες ἀποπλανῶνται Arst.; μακράν Plut.); перен. уходить в сторону, отклоняться (τοῦ ὑποθέσεως Isocr.; τοῦ λόγου Luc.; τῶν πραγμάτων Plut.).

Middle Liddell

= ἀποπλάζω
to lead astray, Aeschin.; metaph. to seduce, beguile, τινά NTest.