νηφαλέος
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
α, ον,
A = νηφάλιος, Hdn.Gr.2.908, al.; = σώφρων, Suid., cf. Max.Tyr.9.3, Agath.2.3, Sch.Il.23.398 (Sup.). Adv. -έως sanely, ξυντελέσαι δόμον Aret.SD1.6.
Greek (Liddell-Scott)
νηφᾰλέος: -α, -ον, = νηφάλιος, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 3. 10., 4. 3, κτλ., εὕρηται καὶ παρὰ μεταγεν., οἷον παρὰ τῷ Ἀγαθίᾳ. - Ἐπίρ. νηφαλέως, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6.
English (Thayer)
(so st in bez νηφαλαιος), after a later form) and νηφάλιος (alone well attested (Hort)), νηφάλεον (in Greek authors generally of three term.; from νήφω), sober, temperate; abstaining from wine, either entirely (Josephus, Antiquities 3,12, 2) or at least from its immoderate use: Aeschylus and Plutarch, of things free from all infusion or addition of wine, as vessels, offerings, etc.)
Greek Monolingual
νηφαλέος, -α, -ον (ΑΜ, Μ και νηφάλεος, -έα, -ον)
1. εγκρατής στο κρασί, νηφάλιος
2. αυτός που έχει πνευματική διαύγεια, συνετός.
επίρρ...
νηφαλέως (ΑΜ)
με νηφάλιο τρόπο, με το μυαλό καθαρό, με σοβαρότητα, ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. άλλο τ. του νηφάλιος σχηματισμένο κατά τα επίθ. σε -αλέος (πρβλ. θαρρ-αλέος). Λιγότερο πιθ. είναι η άποψη ότι η λ. παράγεται από το νήφω.