δουλαγωγέω
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
A make a slave, treat as such, dub. in D.S.12.24, cf. Arr.Epict.3.24.76. 2 metaph. of pleasure, etc., δ. τοὺς βίους Longin.44.6, cf. Charito2.7; τὸ σῶμα bring it into subjection, 1 Ep.Cor.9.27.
German (Pape)
[Seite 660] als Sklaven fortführen, zum Sklaven machen; D. Sic. 12, 24 u. a. Sp.; überte., τὸ κάλλος τὴν Ἰωνίαν δουλαγωγήσειν Charit. 2, 7.
Greek (Liddell-Scott)
δουλᾰγωγέω: ὑπὸ δουλείαν ἄγω, μεταχειρίζομαι ὡς δοῦλον. Διόδ. 12. 24. 2) μεταφ., ἐπὶ ἡδονῆς, κτλ., δ. τινα Λογγῖν. 44. 6· ὡσαύτως, τὸ σῶμα, ὑποτάσσω, φέρω αὐτὸ εἰς ὑποταγήν, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. θ΄, 27.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 réduire en esclavage, asservir;
2 traiter comme un esclave, càd durement ; NT mortifier (les passions).
Étymologie: δοῦλος, ἀγωγή.
Spanish (DGE)
esclavizar τὴν αἰχμαλωσίαν δουλαγωγοῦντες esclavizando a la tropa de cautivos D.S.17.70, αὐτήν D.C.Epit.7.18.8, σε Arr.Epict.3.24.76, cf. en v. pas. Suppl.Mag.38.10, Corp.Herm.23.48
•fig. c. suj. abstr. esclavizar, dominar, someter δουλαγωγοῦσι ... τοὺς βίους las riquezas, Longin.44.6, cf. Gr.Nyss.Res.264.26, τὸ κάλλος ὅλην τὴν Ἰωνίαν δουλαγωγήσειν Charito 2.7.1, τὸ σῶμα 1Ep.Cor.9.27, οὐ βίᾳ ... δουλαγωγῶν <αὐτὸν> (τὸν ἄνθρωπον) Hippol.Haer.10.33.13, κακία ... δουλαγωγεῖ τοὺς χαμαιπετεῖς τῶν ἀνθρώπων Iust.Phil.2Apol.11.7, en v. pas. ὑπ' ἀφροσύνης ... δουλαγωγηθεῖσαι (αἱ ψυχαί) Ph.2.455.
English (Strong)
from a presumed compound of δοῦλος and ἄγω; to be a slave-driver, i.e. to enslave (figuratively, subdue): bring into subjection.
English (Thayer)
( st δουλαγαγέω), δουλαγωγῶ; (δουλαγωγος, cf. παιδαγωγός; to lead away into slavery, claim as one's slave, (Diodorus Siculus 12,24, and occasionally in other later writings); to make a slave and to treat as a slave, i. e. with severity, to subject to stern and rigid discipline: 1 Corinthians 9:27. Cf. Fischer, De vitiis lexicorum N. T., p. 472 f
Greek Monotonic
δουλᾰγωγέω: μέλ. -ήσω (ἀγωγός), υποδουλώνω, σκλαβώνω, συμπεριφέρομαι σε κάποιον όπως σε δούλο· μεταφ., οδηγώ σε υποταγή, υποτάσσω, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
δουλᾰγωγέω:
1) уводить в рабство, порабощать (τινα Diod.);
2) подавлять, умерщвлять (τὸ σῶμα NT).
Middle Liddell
δουλ-ᾰγωγέω, fut. -ήσω ἀγωγός
to make a slave, treat as such: metaph. to bring into subjection, NTest.
Chinese
原文音譯:doulagwgšw 都而-阿哥給哦詞類次數:動詞(1)
原文字根:奴隸-帶領
字義溯源:奴隸監工,奴役,為奴,使為奴,使服從;由(δοῦλοσ1 / δοῦλοσ2)=奴僕)與(ἄγω)*=帶領)組成;其中 (δοῦλοσ1 / δοῦλοσ2)出自(δέω)*=捆綁)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 使其為奴(1) 林前9:27