ἔποχος

From LSJ
Revision as of 17:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔποχος Medium diacritics: ἔποχος Low diacritics: έποχος Capitals: ΕΠΟΧΟΣ
Transliteration A: épochos Transliteration B: epochos Transliteration C: epochos Beta Code: e)/poxos

English (LSJ)

ον, (ἐπί, ϝέχω, cf.Lat.

   A veho) mounted upon, esp. on horses, chariots, and ships, c. gen. vel dat., ναῶν, ἅρμασιν, A.Pers.54,45 (anap.), cf. S.Ichn.181 (lyr.); τῷ ἐ. τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἡνιόχῳ Ph.1.486, cf. Lib.Or.59.110 : metaph., λόγος μανίας ἔ. words borne on madness, i.e. frantic words, E.Hipp.214(anap.).    2 abs., having a good seat on horseback, X.Cyr.1.4.4 ; ἐπόχους ἡ θήρα ἀποδεικνύει ib. 8.1.35 ; ἔ. εἶναι to have a good seat, Id.Eq.8.10, cf. Ar.Lys.677 ; also ἱππασίαις ἔ. practised in.., Plu.Mar.34. Adv. -χως, ἐγκαθῆσθαι to sit fast, Poll.1.209.    II Pass., ποταμὸς ναυσὶ ἔ. navigable by ships, Plu.Mar.15.

German (Pape)

[Seite 1011] 11 worauf getragen, worauf sitzend, reitend, fahrend, ἐπόχους πολλοῖς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν Aesch. Pers. 45; ναῶν 55; übertr., λόγος μανίας ἔποχος, eine vom Wahnsinn einhergetragene, eingegebene Rede, Eur. Hipp. 214; – auf dem Pferde festsitzend, sattelfest, δεῖ τὸν ἵππον ἀνὰ κράτος ἐλαύνοντα ἔποχον εἶναι Xen. Hipparch. 8, 10, vgl. Cyr. 1, 4, 4; übh. im Reiten geübt, Xen. öfter; ἱππικώτατον χρῆμα κἄποχον γυνή Ar. Lys. 677; ἱππασίαις ἔποχος Plut. Mar. 34; – übh. fest, unerschütterlich, Sp. auch adv., ἐπόχως ἐγκαθίσαι Poll. 1, 209. – 21 worauf man fahren kann, ποταμὸς ναυσὶ μεγάλαις ἔποχος Plut. Mar. 15, für große Schiffe schiffbar.

Greek (Liddell-Scott)

ἔποχος: -ον, (ἐπέχω), ὁ ἐποχούμενος, κυρίως ἐπὶ ἵππου, ἁμάξης ἢ πλοίου, μετὰ γεν. ἢ δοτ., ναῶν ἔποχοι, ἅρμασιν ἔποχοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 45. 54· μεταφ., λόγος μανίας ἐπ., λόγος ὀχούμενος ἐπὶ τῆς μανίας, δηλ. μανιώδης, «τρελλός», Εὐρ. Ἱππ. 214 (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁμ. νηπιάας ὀχέειν). 2) ἀπολ., καλῶς ἐπὶ τοῦ ἵππου καθήμενος, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4 ἐπόχους ἡ θήρα ἀποδεικνύει αὐτόθι 8. 1, 35· ἐπεὶ δὲ δεῖ ἐν παντίοις τε χωρίοις τὸν ἵππον ἐλαύνοντα ἔποχον εἶναι, νὰ μένῃ τις καλῶς ἐπὶ τοῦ ἵππου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 8, 10, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 677· ὡσαύτως, ἱππασίας ἔποχος, ἠσκημένος εἰς..., Πλουτ. Μάρ. 34. ― Ἐπίρρ., ἐπόχως καθίσαι, ἀσφαλῶς, Πολυδ. Α΄, 209. ΙΙ. Παθ., ποταμὸς ναυσὶ ἔπ., πλωτός, Πλουτ. Μάρ. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est porté ou monté sur : ἅρμασιν ESCHL sur des chars ; ναῶν ESCHL sur des vaisseaux ; fig. λόγος μανίας ἔποχος EUR paroles inspirées par un souffle de folie;
2 qui se tient solidement à cheval ; ἱππασίαις ἔποχος PLUT cavalier éprouvé;
3 navigable : ναυσὶ μεγάλαις PLUT pour de grands navires en parl. d’un fleuve.
Étymologie: ἐπέχω.

Greek Monolingual

ἔποχος, -ον [[επ-έχω]] (Α)
1. αυτός που μετακινείται με μεταφορικό μέσο («ἐπόχους πολλοῑς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν», Αισχύλ.)
2. εκείνος που κάθεται σταθερά πάνω στο άλογο
3. ο γυμνασμένος στην ιππασία
4. πλωτός
5. μτφ. ο εμπνεόμενος από μανία, τρελός.

Greek Monotonic

ἔποχος: -ον (ἐπέχω),·
I. 1. αυτός που έχει ανέβει πάνω σε άλογο, ιππέας, καβαλάρης, έφιππος άνδρας, επιβιβασμένος σε άρμα, σε πλοίο, με γεν. ή δοτ., ναῶν ἔποχοι, ἅρμασιν ἔποχοι, σε Αισχύλ.· μεταφ., λόγος μανίας ἔποχος, λόγια που προέρχονται από τρέλα, δηλ. κουβέντες μανίας ή τρέλας, σε Ευρ.
2. απόλ., αυτός που κάθεται σε καλή θέση πάνω στην πλάτη του αλόγου, σε Ξεν.
II. Παθ., ποταμὸς ναυσὶ ἔποχος, πλωτός για πλοία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἔποχος:
1) едущий (ναῶν, ἅρμασιν Aesch.): λόγος μανίας ἔ. Eur. безумная речь;
2) твердо сидящий на лошади, обладающий хорошей посадкой (γυνή Arph.): ἐπόχους ἡ θήρα ἀποδείκνυσι Xen. охота воспитывает всадников с твердой посадкой; ταῖς ἱππασίαις ἔ. Plut. опытный всадник;
3) удобопроходимый: ποταμὸς ναυσὶ μεγάλαις ἔ. Plut. река, проходимая для больших судов.

Middle Liddell

ἔποχος, ον ἐπέχω
I. mounted upon a horse, chariot, ship, c. gen. vel dat., ναῶν ἔποχοι, ἅρμασιν ἔποχοι Aesch.: metaph., λόγος μανίας ἔπ. words borne on madness, i. e. frantic words, Eur.
2. absol. having a good seat on horseback, Xen.
II. pass., ποταμὸς ναυσὶ ἔπ. navigable by ships, Plut.