καταρχή

From LSJ
Revision as of 19:00, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρχή Medium diacritics: καταρχή Low diacritics: καταρχή Capitals: ΚΑΤΑΡΧΗ
Transliteration A: katarchḗ Transliteration B: katarchē Transliteration C: katarchi Beta Code: katarxh/

English (LSJ)

ἡ,

   A beginning, πράγματος BGU1209.11 (i B.C.), cf. Callicr. ap.Stob.4.28.16, Plb.2.12.8; κ. διαφορᾶς Id.22.4.14,al.; ἀνέμου Mim. Oxy.413.213.    II Astrol., forecast of an undertaking, voyage, etc., Serapio in Cat.Cod.Astr.1.99, Vett.Val.187.15 (pl.); περὶ καταρχῶν, title of poems by Maximus and Heph.Astr.    III part of victim first offered, IG22.1359.    IV primacy, sovereignty, τοῦ ἁθρόου Epicur.Fr.314; starting-point, basis, Chrysipp.Stoic.2.246; τὰς Χάριτας [εἶναι] τὰς ἡμετέρας κ. Phld.Piet.14.

German (Pape)

[Seite 1376] ἡ, Anfang, Beginn, πολέμου Pol. 23, 2, 14, öfter, u. Sp. Auch = Opfer von Erstlingen.

Greek (Liddell-Scott)

καταρχή: ἡ, ἀρχή, ἔναρξις, Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 485. 47, Πολύβ. 2. 12, 8· κ. πολέμου ὁ αὐτ. 23, 2, 14· ἐν περίφρ., κ. ποιεῖσθαι Ἀθήν. σ. 139·- ἐν τῷ πληθ. αἱ πρῶται θυσίαι, ἀπαρχαὶ καὶ σπονδή.

Greek Monolingual

καταρχή, ἡ (Α)
1. αρχή, έναρξη («ἀπὸ δὲ ταύτης τῆς καταρχῆς Ῥωμαῑοι μὲν εὐθέως ἄλλους πρεσβευτὰς ἐξαπέστειλαν πρὸς Κορινθίους», Πολ.)
2. αστρολ. η πρόβλεψη μιας κατάστασης με την παρατήρηση τών αστέρων, η προμάντευση
3. εξουσία κυριαρχία
4. η αφετηρία μιας ενέργειας ή ἑνός πράγματος
5. στον πληθ. αἱ καταρχαί
οι απαρχές, οι τελετές που γίνονταν κατά την έναρξη της θυσίας
6. φρ. «Περὶ καταρχῶν» — τίτλος ποιημάτων του Μαξίμου και του Ηφαιστίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αρχή (< ἀρχή), πρβλ. απ-αρχή, υπ-αρχή].

Russian (Dvoretsky)

καταρχή: ἡ начало (πολέμου Polyb.).