χαλιναγωγέω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
A guide with or as with bit and bridle, γλῶσσαν, σῶμα, Ep.Jac.1.26, 3.2, cf. Luc.Salt.70, Tyr.4; ἄνθρωπον Vett.Val. 248.25, cf. Chor.32.139p.376 F.-R., Lib.Decl.3Intr.1.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰλῑνᾰγωγέω: τῷ χαλινῷ ἄγω, κυβερνῶ, χαλινώνω, ἀναχαιτίζω, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 70· τάς... τῶν ἡδονῶν ὀρέξεις, χαλιναγωγούσης (δηλ. τῆς ἡλικίας) ὁ αὐτ. ἐν Τυραννοκτ. 4· εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ, δυνατὸς χαλιναγωγῆσαι καὶ ὅλον τὸ σῶμα Ἐπιστ. Ἰακ. α΄, 26, γ΄, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
conduire avec le frein.
Étymologie: χαλιναγωγός.
English (Strong)
from a compound of χαλινός and the reduplicated form of ἄγω; to be a bit-leader, i.e. to curb (figuratively): bridle.
English (Thayer)
χαλιναγώγω; 1st aorist infinitive χαλιναγωγῆσαι; (χαλινός and ἄγω); to lead by a bridle, to guide (ἵππον, Walz, Rhett. Graec. i., p. 425,19); tropically, to bridle, hold in check, restrain: τήν γλῶσσαν, τό σῶμα, τάς τῶν ἡδονῶν ὀρεξεις, Lucian, tyrann. 4. (Pollux 1 § 215.))
Greek Monotonic
χᾰλῑνᾰγωγέω: οδηγώ με χαλινάρι, χαλιναγωγώ, σε Λουκ., Κ.Δ.
Russian (Dvoretsky)
χᾰλῑναγωγέω: досл. управлять посредством узды, перен. обуздывать (ἕκαστα τῶν παθῶν Luc.; ὅλον τὸ σῶμα NT).
Middle Liddell
χᾰλῑνᾰγωγέω,
to guide with or as with a bridle, to bridle, Luc., NTest. [from χᾰλῑναγωγός]
Chinese
原文音譯:calinagwgšw 哈林-阿哥給哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:馬嚼-帶領
字義溯源:作馴馬師,控制,壓抑,以嚼環和馬勒控制(馬匹),馬勒,勒住;由(χαλινός)=馬勒)與(ἄγω)*=帶領)組成,其中 (χαλινός)出自 (χαλάω)=放下,而 (χαλάω)出自(χάσμα)=深坑), (χάσμα)又出自(χάσμα)X*=裂口)
出現次數:總共(2);雅(2)
譯字彙編:
1) 勒住(2) 雅1:26; 雅3:2