θεομήστωρ

From LSJ
Revision as of 17:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεομήστωρ Medium diacritics: θεομήστωρ Low diacritics: θεομήστωρ Capitals: ΘΕΟΜΗΣΤΩΡ
Transliteration A: theomḗstōr Transliteration B: theomēstōr Transliteration C: theomistor Beta Code: qeomh/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A like the gods in counsel, A. Pers.655 (lyr.), IG14.1868.    II Pass., devised by God, θεομήστορος εἰκόνα κόσμου Alex.Eph. ap. Theo Sm p.141H. (-μήτορος codd., em. Meineke); κόσμον Man.4.7 (-μήτορα edd. vett.).

German (Pape)

[Seite 1196] ορος, ὁ, göttlicher Rathgeber, Aesch. Pers. 653.

Greek (Liddell-Scott)

θεομήστωρ: -ορος, ὁ, ἴσος τοῖς θεοῖς κατὰ τὴν βουλήν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 655, Συλλ. Ἐπιγρ. 6264· πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος· - ὡς κύρ. ὄνομα, Ἡρόδ. 8. 85. ΙΙ. ἐπινοηθεὶς ὑπὸ τοῦ θεοῦ, κόσμος Μανέθων 4. 7 (κοιν. -μήτωρ).

French (Bailly abrégé)

ορος;
d’une sagesse divine, qui donne des conseils divins.
Étymologie: θεός, μήδομαι.

Greek Monolingual

θεομήστωρ, -ορός, ὁ (Α)
1. αυτός που μοιάζει με τους θεούς στη σκέψη, που συμβουλεύει σαν θεός
2. ο επινοημένος από θεό («θεομήστορος εἰκόνα κόσμου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + μήστωρ «σύμβουλος» (< μήδομαι)].

Greek Monotonic

θεομήστωρ: -ορος, ὁ, όμοιος στη γνώμη με τους θεούς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θεομήστωρ: ορος ὁ вдохновленный богами советник, дающий достойные божества указания Aesch.

Middle Liddell

θεο-μήστωρ, ορος,
like the gods in counsel, Aesch.