ἀπαράσσω

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰράσσω Medium diacritics: ἀπαράσσω Low diacritics: απαράσσω Capitals: ΑΠΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: aparássō Transliteration B: aparassō Transliteration C: aparasso Beta Code: a)para/ssw

English (LSJ)

Att. ἀπαράττω,

   A strike off, ἀντικρὺ δ' ἀπάραξε [τὴν αἰχμήν] Il.16.116; ἀπήραξεν δὲ χαμᾶζε . . κάρη 14.497; ἀ. τοῦ ἵππου τοὺς πόδας Hdt.5.112; κρᾶτα S.Tr.1015 (lyr.).    2 knock or sweep off, τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς νεός Hdt.8.90; τοὺς ἀπὸ τοῦ πολεμίου καταστρώματος ὁπλίτας ἀ. Th.7.63:—Pass., aor. part. ἀπαραχθείς D.H.8.85.    3 crush, ἀπὸ δ' ὀστέον ἄχρις ἄραξε Il.16.324:—Pass., -άσσεται τὴν κεφαλήν J.BJ3.7.23.

German (Pape)

[Seite 280] abhauen, Hom. Iliad. 13, 577; 14, 497 ἀπήραξεν δὲ χαμᾶζε κάρη; 16, 116. 324; Her. 5, 112; Soph. Tr. 1011; ἀπό τινος Her. 8, 90; Thuc. 7, 63; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω: ― ἀποτέμνω, ἀντικρὺ δ’ ἀπάραξε [τὴν αἰχμήν] Ἰλ. Π. 116· ἀποτέμνω καὶ ῥίπτω κάτω, ἀπήραξεν δὲ χαμᾶζε… κάρη Ξ. 497· ἀπ. τοῦ ἵππου τοὺς πόδας Ἡρόδ. 5. 112· κρᾶτα βίου Σοφ. Τρ. 1015. 2) φονεύωἐκδιώκω, ἐξολοθρεύω, «ξεπαστρεύω», Λατ. decutere, τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς νηὸς Ἡρόδ. 8. 90· τοὺς ἀπὸ τοῦ πολεμίου καταστρώματος ὁπλίτας ἀπ. Θουκ. 7. 63: ― Παθ. ἀόρ. μετόχ. ἀπαραχθεὶς Διον. Ἁλ. 8. 85. 2) = ἀπαλοάω, ἵδε ἐν λ. ἄχρι.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπαράξω, ao. ἀπήραξα, pf. inus.
arracher violemment : τι ἀπό τινος une chose d’une autre ; χαμᾶζε IL jeter violemment à terre.
Étymologie: ἀπό, ἀράσσω.

English (Autenrieth)

only aor. ἀπήραξε, ἀπάραξε: smite off. (Il.)

Spanish (DGE)

(ἀπᾰράσσω) • Alolema(s): át. -ττω
1 arrebatar de golpe (τὴν αἰχμήν) Il.16.116, τὰ πηδάλια D.C.50.33.6
de pers. arrebatar, barrer τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς ... νεός Hdt.8.90, τοὺς ἀπὸ τοῦ πολεμίου καταστρώματος ὁπλίτας Th.7.63, cf. D.H.8.19, fig. Clem.Al.Prot.4.61
en v. pas. ser expulsado ἀπὸ τοῦ ὄρους D.H.8.85.
2 de miembros arrancar de golpe, cortar de un tajo ἀπήραξεν δὲ χαμᾶζε ... κάρη Il.14.497, κρᾶτα S.Tr.1015, τοῦ ἵππου τοὺς πόδας Hdt.5.112
c. tmesis ἀπὸ δ' ὀστέον ἄχρις ἄραξε de un golpe rompió hasta el hueso, Il.6.324
en v. pas. c. ac. de rel. ἀπαράσσεται τὴν κεφαλὴν ὑπὸ τῆς πέτρας fue decapitado por la piedra I.BI 3.245, ὁ δὲ ἀπήρακται τὴν χεῖρα Philostr.Im.2.10.

Greek Monolingual

ἀπαράσσω κ. -ττω (Α) [[[αράσσω]] (-ττω)]
1. κόβω, αποκόβω
2. χτυπώ ή εξολοθρεύω
3. συντρίβω, συνθλίβω.

Greek Monotonic

ἀπᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, αποκόπτω, κόβω χτυπώντας και ρίχνω κάτω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· εξολοθρεύω, αφανίζω από το κατάστρωμα του πλοίου, ἀπὸ τῆς νεός, σε Ηρόδ.· ἀπὸ τοῦ καταστρώματος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπᾰράσσω: атт. ἀπᾰράττω
1) срубать, отсекать (σύν πήληκι κάρη Hom.; τοὺς πόδας τινός Her.; κρᾶτα βίου Soph.);
2) сбивать, сбрасывать (τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς νηός Her.; ὁπλίτας ἀπὸ τοῦ καταστρώματος Thuc.).

Middle Liddell


to strike off, cut off, Il., Hdt.: to sweep off from the deck of a ship, ἀπὸ τῆς νηός Hdt.; ἀπὸ τοῦ καταστρώματος Thuc.