τερατωπός
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
όν,
A marvellous-looking, τ. ἰδέσθαι h.Pan.36.
German (Pape)
[Seite 1093] mit wunderbarem od. widernatürlichem Gesicht, wunderbar anzusehen, H. h. l 8. 36.
Greek (Liddell-Scott)
τερᾰτωπός: -όν, ὁ θαυμαστὸς φαινόμενος, τ. ἰδέσθαι Ὁμ. Ὕμν. 18. 36.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
d’un aspect merveilleux ou prodigieux.
Étymologie: τέρας, ὤψ.
Greek Monolingual
-όν, Α
(ποιητ. τ.) τερατώδης όψη, τερατόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -ωπός (βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. χαρ-ωπός].
Greek Monotonic
τερᾰτωπός: -όν (ὤψ), αυτός που δείχνει θαυμάσιος στην όψη, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
τερᾰτωπός: изумительного вида, поразительный: τ. ἰδέσθαι HH странный на вид.
Middle Liddell
τερᾰτ-ωπός, όν [ὤψ]
marvellous-looking, Hhymn.