σφαδᾴζω

From LSJ
Revision as of 14:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰδᾴζω Medium diacritics: σφαδᾴζω Low diacritics: σφαδάζω Capitals: ΣΦΑΔΑΖΩ
Transliteration A: sphadā́izō Transliteration B: sphadazō Transliteration C: sfadazo Beta Code: sfada/|zw

English (LSJ)

   A toss the body about, struggle, of unbroken horses, A. Pers.194; εἰκὸς σφαδᾴζειν ἦν ἄν, ὡς νεόζυγα πῶλον E.Fr.821.3, cf. 1020; σὺ δὲ σ., πῶλος ὢς εὐφορβίᾳ S.Fr.848; of a woman, to be restless, Hp.Mul.1.38, cf. Philostr.Jun.Im.16; ἐσφάδαζον· διηπόρουν, ἐφρόντιζον, Hsch.; of young children, κλαίει τε καὶ κινεῖται πλημμελῶς, ὥσπερ σφαδᾴζοντα Gal.6.43; struggle in death, Plu.Ant.76; of wounded horses, X.Cyr.7.1.37; of a dying fish, Plb.34.3.5, Ath.7.283c.    2 chafe, be strongly moved or excited, Plu.2.10c,550e; ἐπὶ τὴν μάχην Id.Caes.42; πρὸς τὸν ἀγῶνα Id.Phil.6; πρὸς δόξαν Id.2.1100a; ὑπὲρ κτημάτων Id.Ages.35; ὡς ἐπὶ . . συμφορᾷ Ph.2.37, cf. 396,451; ἀλόγως σφαδᾴζεις Id.1.145, cf. 460 (dub. l.).--Hdn.Gr.2.929 prescribes the form σφαδάιζω (σφαδᾴζω), cf. σφαδᾳσμός, and v. ματᾴζω, τερᾴζω; σφαδάιζω is written in POxy.1381.99.

French (Bailly abrégé)

1 s’agiter convulsivement, se débattre dans les convulsions;
2 bondir, s’agiter impétueusement ou avec violence;
3 fig. trépigner de désir.
Étymologie: cf. σπάω, σφοδρός.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και σφαράζω και σφαράσσω Ν, και δ. γρφ. σφαδάζω και σφαδαΐζω και σφραδάζω Α
κινούμαι σπασμωδικά, τινάζομαι με σφοδρότητα, σπαρταρώ (α. «σφάδαζε από τους πόνους» β. «οἱ δὲ ἔφευγον ἐκ του δωματίου βοῶντος καὶ σφαδάζοντος [Αντωνίου]», Πλούτ.)
αρχ.
1. (για άλογο που δεν έχει ακόμη δαμαστεί) χτυπώ τα πόδια μου, αντιστέκομαι
2. μτφ. α) θέλω να ορμήσω σε κάποιον ή σε κάτι, δείχνω ανυπομονησία («ὁρῶν ἀγανακτοῡντας καὶ σφαδάζοντας ὡς καὶ διώκειν αὐτὸν ἐθέλειν», Πλούτ.)
β) (κατά τον Ησύχ.) «ἐσφάδαζον
διηπόρουν, ἐφρόντιζον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. σφαδάζω ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα sp(h)nd- της ΙΕ ρίζας sp(h)e(n)d- «σπαράζω, σπαρταρώ» και συνδέεται πιθ. με τα σφεδανός, σφοδρός, σφενδόνη, σπόνδυλος / σφόνδυλος, καθώς και με το αρχ. ινδ. spandate «ρίχνω, εκσφενδονίζω». Άλλοι όμως, αφορμώμενοι από τον τ. σφαδασμός
σπασμός που παραδίδει ο Ησύχ., υποστηρίζουν ότι το ρ. ανάγεται στο θ. σπα-δ- του σπάω με οδοντική παρέκταση -δ- (πρβλ. σπαδ-ών) και εναλλαγή -π-/-φ- (πρβλ. σπόγγος / σφόγγος). Τέλος, οι δ. γρφ. σφαδαΐζω και σφαδᾳζω θεωρούνται αμφίβολες και έχουν σχηματιστεί πιθ. κατ' αναλογία προς τον τ. ματαΐζω / ματάζω].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαδᾴζω en σφαδάζω heftig of ongecontroleerd bewegen; van paarden steigeren, bokken:; ἡ δ ’ ἐσφάδαιζε het andere (paard) bokte Aeschl. Pers. 194; ὁ... ἵππος πληγεὶς σφαδᾴζων ἀποσείεται τὸν Κῦρον het paard werd geraakt, steigert en werpt Cyrus af Xen. Cyr. 7.1.37; van personen stuiptrekken, wild bewegen, kronkelen:. Plut. Ant. 76.11. overdr. (staan te) trappelen (van ongeduld):. ἐπὶ τὴν μάχην om de strijd in te gaan Plut. Caes. 42.3 = εἰς τὸν ἀγῶνα Plut. Phil. 6.10. tegenstribbelen, krampachtig vechten (om), met ὑπέρ + gen. om, ten behoeve van. Plut. Ages. 35.4.