σάπφειρος

From LSJ
Revision as of 13:08, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάπφειρος Medium diacritics: σάπφειρος Low diacritics: σάπφειρος Capitals: ΣΑΠΦΕΙΡΟΣ
Transliteration A: sáppheiros Transliteration B: sappheiros Transliteration C: sapfeiros Beta Code: sa/pfeiros

English (LSJ)

(proparox.), ἡ,

   A lapis lazuli, of which two chief kinds, κυανῆ and χρυσῆ, are mentioned by Thphr.Lap.23,37, D.P.1105; cf. LXX Ex.24.10, al., J.AJ3.7.5, Peripl. M.Rubr.39. (Cf. Hebr. sappīr, perh. not Semitic.)

German (Pape)

[Seite 862] ἡ, auch σάμφειρος, der Sapphir, ein Edelstein, von dem es 2 Hauptarten gab, κυανῆ u. χρυσῆ, D. Per. 1105; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σάπφειρος: ἡ, κατὰ τὸν Beckmann ἐν Hist. of Invent., καὶ τὸν King ἐν Antique Gems, οὐχὶ ὁ νῦν σάπφειρος ἀλλ’ ὁ lapis lazuli, λίθος τῆς ὁποίας ὑπῆρχον δύο εἴδη, κυανῆ καὶ χρυσῆ, εἶναι ὁ ὑπὸ τοῦ Θεοφράστου μνημονευόμενος ἐν τοῖς π. Λίθ. 23 καὶ 37, Διον. Π. 1104. (Πιθαν. ἡ λέξις παρελήφθη ἐκ τῶν Φοινίκων, πρβλ. τὸ Ἑβρ. sappir).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
lapis-lazuli ou saphir.
Étymologie: cf. hébr. sappir, lui-même emprunté à ?

English (Strong)

of Hebrew origin (סַפִּיר); a "sapphire" or lapis-lazuli gem: sapphire.

English (Thayer)

σαπφείρου, ἡ, Hebrew סַפִיר, sapphire, a precious stone (perhaps our lapis lazuli, cf. B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Sapphire; Riehm, HWB, under the word Edelsteine, 14): Theophrastus, Dioscorides (100 A.D.>?), others; the Sept..)

Greek Monolingual

ο / σάπφειρος, η, ΝΜΑ, και σάμφειρος Α
το ζαφείρι, διαφανής ως ημιδιαφανής ποικιλία του κορουνδίου, φυσική ή συνθετική, σήμερα, που έχει θεωρηθεί πολύτιμος λίθος ακόμη από το 800 π.Χ. και έχει χρώμα το οποίο κυμαίνεται από ανοιχτό ώς βαθύ κυανό ή ιώδες
νεοελλ.
συν. στον πληθ. οι σάπφειροι
διάφορες άχρωμες, γκρίζες, κίτρινες, ροδόχροες, πορτοκαλόχρωμες, πράσινες ιώδεις και καστανές πολύτιμες ποικιλίες του κορουνδίου
αρχ.
ο ημιπολύτιμος λίθος λάπις λάζουλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., η οποία απαντά και στην Σημιτική (πρβλ. εβρ. sappīr). Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. sani-priya-, ονομ. ενός σκουρόχρωμου λίθου, δεν θεωρείται πιθανή].

Greek Monotonic

σάπφειρος: ἡ, πολύτιμος λίθος σε κυανή απόχρωση, σάπφειρος, ζαφείρι, ή (όπως κάποιοι θεωρούν) το πετράδι lapis lazulis. (πιθ. Φοιν. λέξη).

Russian (Dvoretsky)

σάπφειρος: ἡ (евр.) сапфир NT.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: lazurite, "sapphire" (Thphr., LXX etc.; on the meaning Schrader-Nehring Reallex. 1, 212).
Derivatives: σαπφείρ-ιον (-ππ-) n. colouring made of σ. (pap.), -ινος made of σ. (pap., Philostr. a.o.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Semit.?
Etymology: Semit. LW [loanword]; cf. Hebr. sappīr. Further connection with OInd. (lex.) śani-priya- n. name of a dark stone (since A. Müller BB 1, 281) seems quite doubtful. However, in Semit. the word is rather a loanword (Masson, Emprunts sémit. 66 n. 2). --The word looks Pre-Greek (-πφ-, -ειρ-ος). Through Lat. sapphirus the word came in the European languages, Eng. sapphire etc.

Middle Liddell

σάπφειρος, ἡ,
a blue gem, the sapphire, or (as others think) lapis lazuli. [Prob. a Phoenician word.]

Frisk Etymology German

σάπφειρος: {sáppheiros}
Grammar: f.
Meaning: Lasurstein, "Saphir" (Thphr., LXX usw.; zur Bod. Schrader-Nehring Reallex. 1, 212).
Derivative: Davon σαπφείριον (-ππ-) n. ‘aus σ. gemachter Farbstoff’ (Pap.), -ινος ‘aus σ.’ (Pap., Philostr. u.a.).
Etymology : Semit. LW; vgl. hebr. sappīr. Weitere Anknüpfung an aind. (Lex.) śani-priya- n. N. eines dunkelfarbigen Steins (seit A. Müller BB 1, 281) scheint sehr fraglich.
Page 2,677