πωλεύω

From LSJ
Revision as of 17:55, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλεύω Medium diacritics: πωλεύω Low diacritics: πωλεύω Capitals: ΠΩΛΕΥΩ
Transliteration A: pōleúō Transliteration B: pōleuō Transliteration C: poleyo Beta Code: pwleu/w

English (LSJ)

   A break in a young horse, X.Eq.2.1, Poll.1.182, Him.Ecl.13.36:—Pass., ib.21.4: generally, to be trained, of elephants, ὀσμῇ πωλευθησόμενοι Ael.NA13.8; ἐκ νηπίων πεπωλευμένοι ib.16.36.

German (Pape)

[Seite 827] ein junges Pferd bändigen, zureiten, Xen. Hipp. 2, 1; übh. ein junges Thier abrichten, z. B. Elephanten, ὀσμῇ, Ael. H. A. 13, 8. 16, 36.

Greek (Liddell-Scott)

πωλεύω: (πῶλος) πωλοδαμνέω, δαμάζω, ἐκπαιδεύω, ἡμερώνω, γυμνάζω νέον ἵππον, ὅπως γε μὴν δεῖ πωλεύειν δοκεῖ ἡμῖν μὴ γραπτέον εἶναι κτλ. Ξεν. Ἱππ. 2, 1, Πολυδ. Α´, 182· ἐπὶ ἐλεφάντων, ὀσμῇ πωλευθησόμενοι Αἰλ. π. Ζ. 13. 8· ἐκ νηπίων πεπωλευμένοι αὐτόθι 16. 38. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πωλεύειν· παιδεύειν πώλους».

French (Bailly abrégé)

dresser de jeunes chevaux, ou en gén. de jeunes animaux.
Étymologie: πῶλος.

Greek Monolingual

Α πῶλος
1. δαμάζω, εκγυμνάζω πουλάρι («πωλεύειν
παιδεύειν πώλους», Ησύχ.)
2. (γενικά) εκγυμνάζω νεαρό ζώο σε κάτι («ἐκ νηπίων πεπωλευμένοι», Αιλ.).

Greek Monotonic

πωλεύω: μέλ. -σω (πῶλος), δαμάζω, ημερώνω, εκπαιδεύω, γυμνάζω νεαρό άλογο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πωλεύω: объезжать молодых лошадей Xen.

Middle Liddell

πωλεύω, fut. -σω πῶλος
to break in a young horse, Xen.