κλητήρ
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A summoner, or witness who gave evidence that the legal summons had been served, IG12.63.39, 65.47, Ar.Av.147, 1422, V.1408, D.40.28, al., Eub.94.9, Pl.Lg.846c; with a pun, ὁμοιότατος κλητῆρος πωλίῳ (κλητῆρος for ὄνου 'brayer'), Ar.V.189. II generally, = κῆρυξ, A.Supp.622: metaph., Ἐρινύος κ. Id.Th.574.
German (Pape)
[Seite 1452] ῆρος, ὁ, der Rufende, Einladende, der Herold, Gerichtsdiener, Aesch. Suppl. 617 Spt. 556; bes. der den Angeklagten vor Gericht ladet, Ar. Av. 147. 1422; der Zeuge, den man anruft zur Bekräftigung, daß man einen dritten vor Gericht lade; so sagt Ar. Vesp. 1408 προσκαλοῦμαί σε πρὸς τοὺς ἀγορανόμους βλάβης τῶν φορτίων, κλητῆρ' ἔχουσα τουτονί, huncce antestata; daher vrbdt Plat. προσκλήσεων καὶ κλητήρων, Legg. VIII, 846 b; κλητῆρας ἔχων προσεκαλεσάμην τουτονί Dem. 34, 13; vgl. Harpocr.; der Name dieses Zeugen mußte in der Anklageschrift aufgeführt werden, vgl. ἀπρόσκλητος. S. Meier u. Schömann Att. Proceß S. 576 ff. – Bei Ar. Vesp. 189. 1310 komisch von einem Packesel.
Greek (Liddell-Scott)
κλητήρ: ῆρος, ὁ (καλέω) ὁ καλῶν εἰς τὸ δικαστήριον, ἢ μᾶλλον μάρτυς μαρτυρῶν ὅτι ἔχει δοθῆ δικαστικὴ κλῆσις (πρβλ. τὰ τοῦ Ὁρατίου: licet antestari), συνήθως δύο τὸν ἀριθμόν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 147, 1422, Σφ. 1408, Δημ. 244. 4., 1017. 6· ― ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 189, ὁμοιότατος κλητῆρος πωλίῳ «ἀντὶ τοῦ ὄνου ἢ ἡμιόνου κλητῆρος εἶτε» Σχόλ., πρβλ. 1310, καὶ τὸ Λατ. clitellae). II. καθόλου, = κῆρυξ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 622· μεταφορ., κλ. Ἐρινύος ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 574. ― Πρβλ. κλήτωρ.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
héraut.
Étymologie: καλέω.
Greek Monolingual
κλητήρ, -ῆρος, ὁ (AM)
βλ. κλητήρας.
Greek Monotonic
κλητήρ: -ῆρος, ὁ (καλέω),
I. αυτός που κλητεύει, κλητευτής ή καλύτερα μάρτυρας που αποδεικνύει ότι έχει επιδοθεί κλήτευση, κλητήρας (πρβλ. το licet antessari του Ορατ.), σε Αριστοφ., Δημ.
II. γενικά, = κῆρυξ, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κλητήρ: ῆρος ὁ
1) глашатай: ἄνευ κλητῆρος Aesch. без вызова глашатаем; перен. κ. Ἐρινύος Aesch. (Тидей), вызывающий Эриний (своими злодеяниями);
2) свидетель обвинения: προσκαλοῦμαί σε, κλητῆρα ἔχουσα Χαιρεφῶντα Arph. я подаю на тебя в суд, а моим свидетелем является Херефонт;
3) передающий вызов на суд Arph.;
4) шутл. = ὄνος (предполож. вследствие громогласности): κλητῆρος πωλίον Arph. ослик.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλητήρ -ῆρος, ὁ [καλέω] oproeper, bode:; ἔκραν ’ ἄνευ κλητῆρος ὣς εἶναι τάδε het (volk) heeft zonder (stemoproep van de) officiële bode besloten dat het zo was Aeschl. Suppl. 622; overdr.: Ἐρινύος κλητήρ die de Wraakgodinnen oproept Aeschl. Sept. 574. jur. dagvaarder; getuige bij dagvaarding. kom. 'roeper’, balker (voor ezel):. ὁμοιότατος κλητῆρος πωλίῳ hij lijkt precies op het veulentje van een balkende ezel Aristoph. Ve. 189.
Middle Liddell
κλητήρ, ῆρος, καλέω
I. one who calls, a summoner, or rather a witness who gave evidence that the legal summons had been served (cf. Horace's licet antestari), Ar., Dem.
II. generally, = κῆρυξ, Aesch.