τυπικός
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
ή, όν,
A impressionable, Plu.2.442c; conforming to type (τύπος vii. 3), Gal. 7.471. Adv. -κῶς, νοσεῖν Ruf. ap. Orib.8.47.11. 2 typicum, = figuratum, Gloss.; τὰ τ. perh. seals on a will, PMasp.154v.20 (vi A. D.). 3 Adv. -κῶς by way of example, 1 Ep.Cor.10.11.
Greek (Liddell-Scott)
τυπικός: -ή, -όν, ὁ κατά τινα τύπον δυνάμενος νὰ κατασκευασθῇ ἢ ὁ ἐξειργασμένος κατὰ τὸν τύπον, Πλούτ. 2. 442C. 2) τυπικός, εἰκονικός, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ., -κῶς, κατὰ τύπον, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. τὸ τυπικόν, αὐτοκρατορικὸν διάταγμα, Βυζ.· - παρὰ τοῖς Ἐκκλ. βιβλίον ἐν ᾧ καθορίζονται τὰ τῆς λατρείας καὶ τῶν τελετῶν.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui représente, qui figure, allégorique.
Étymologie: τύπος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τυπικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τύπος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύπο
2. αυτός που συγκεντρώνει ή συνδυάζει τα κύρια χαρακτηριστικά μιας ομάδας χαρακτηριστικών (α. «ο κυπρίνος είναι τυπικό γένος της οικογένειας κυπρινίδες» β. «οἱ νοσοῡντες τοὺς λεγομένους τυπικοὺς κατά τινα τύπον κανονικῶς ἐπερχομένους πυρετούς», Καίλ. Αυρ.)
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελεί το κύριο γνώρισμα μιας ομάδας («τα τυπικά χαρακτηριστικά της μαύρης φυλής»)
2. αυτός που γίνεται σύμφωνα με τους τύπους («τυπική επίσκεψη»)
3. αυτός που δεν παρουσιάζει τίποτε το ιδιαίτερο («τυπική περίπτωση γαστρίτιδας»)
4. (για πρόσ.) α) αυτός που συμπεριφέρεται σύμφωνα με τις εθιμικές απαιτήσεις ή τους κοινωνικούς κανόνες, υποδειγματικός («είναι πάντοτε πολύ τυπικός στις υποχρεώσεις του)
β) (κατ' επέκτ.) τακτικός, μεθοδικός («είναι πολύ τυπική στη δουλειά της»)
5. α) αυτός που αναφέρεται στην εξωτερική μορφή και όχι στην ουσία, συμβατικός (α. «η συζήτησή μας ήταν εντελώς τυπική» β. «έχω απλώς μια τυπική σχέση μαζί του»)
β) ψυχρός, χωρίς εγκαρδιότητα («μού απηύθυνε έναν τυπικό χαιρετισμό»)
6. (για πρόσ.) ο υπερβολικά προσηλωμένος στους τύπους, αυτός που θέτει τους τύπους πάνω από την ουσία, φορμαλιστής
7. φρ. α) «τυπικά και τελετουργικά αντικείμενα»
θρησκειολ. αντικείμενα που χρησιμοποιούνται σε λατρείες, τελετουργίες και ιερές τελετές
β) «τυπικό έγκλημα»
(νομ.) έγκλημα στο οποίο δεν απαιτείται η επέλευση ορισμένου κολάσιμου αποτελέσματος για την επιβολή ποινής, όπως είναι λ.χ. η δυσφήμηση ή η ψευδορκία
γ) «τυπική αιτία»
(φιλοσ.) (στον Αριστοτ.) ουσιώδες στοιχείο το οποίο εντάσσει ένα ον στο είδος του, η μορφή ή η δομή η οποία το διακρίνει από τα άλλα, σε αντιδιαστολή προς την υλική αιτία ή ύλη
δ) «τυπική απόκλιση»
μαθημ. η τετραγωνική ρίζα της διασποράς μιας τυχαίας μεταβλητής, η οποία συμβολίζεται με σ
ε) «τυπική λογική»
(φιλοσ.) ο κλάδος της λογικής που έχει ως κύριο αντικείμενο έρευνας τις προτάσεις ή αποφάνσεις και τα απαγωγικά επιχειρήματα, αφού αφαιρεθούν όμως από το περιεχόμενο τους οι δομές ή τα λογικά σχήματα που περιέχουν
στ) «τυπικό βάρος»
χημ. το άθροισμα τών ατομικών βαρών όλων τών ατόμων που εμφανίζονται σε έναν χημικό τύπο
ζ) «τυπικός όγκος»
ιατρ. όγκος από ιστούς οι οποίοι είναι όμοιοι με τους ιστούς του οργάνου από το οποίο προέρχονται
η) «τυπικό γνώρισμα»
βιολ. γνώρισμα χαρακτηριστικό μιας και μόνο ομάδας ζώων ή φυτών, λ.χ. είδους, γένους ή οικογένειας
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που επιβάλλεται από τη συνήθεια, από τα καθιερωμένα ή από έναν κανονισμό (α. «έγινε ανταλλαγή τών τυπικών φιλοφρονήσεων» β. «λέγων τινὰ ῥήματα τυπικά», Θεόφιλ. Αντικήν.)
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. τυπικό
μσν.-αρχ.
συμβολικός («φῶς δὲ τυπικὸν καὶ σύμμετρον τοῑς ὑποδεχομένοις, ὁ γραπτὸς νόμος», Γρηγ. Ναζ.)
αρχ.
αυτός που μπορεί να κατασκευαστεί ή που είναι επεξεργασμένος σύμφωνα με έναν τύπο, με μια μήτρα, με ένα καλούπι.
επίρρ...
τυπικώς / τυπικῶς, ΝΜΑ, και τυπικά Ν
νεοελλ.
με τυπικό τρόπο
μσν.-αρχ.
με συμβολικό τρόπο
αρχ.
1. σύμφωνα με τον τύπο, με το αρχέτυπο
2. με παραδείγματα.
Russian (Dvoretsky)
τῠπικός: формирующий (ἀγωγαί Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυπικός -ή -όν [τύπτω] adv. τυπικῶς bij wijze van voorbeeld.