άρχοντας

From LSJ
Revision as of 12:16, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360

Greek Monolingual

ο (θηλ. αρχόντισσα, η) (AM ἄρχων, [-οντος])
1. ο ηγεμόνας ή ο κυβερνήτηςἄρχων», «ἄρχων Ασίας», Αισχ.) (παροιμ., «Το βλάχο κάναν άρχοντα κι αυτός γύρευε ρείκια» — για νεόπλουτο ή κάποιον που ανέβηκε σε αξίωμα χωρίς να το αξίζει και όμως δεν ξεχνά τις παλιές του συνήθειες)
2. ο αξιωματούχος, αυτός που κατέχει κάποιο υψηλό αξίωμα
μσν.- νεοελλ.
1. ο ευγενής, ο προύχοντας
2. η σημαίνουσα προσωπικότητα
3. ο πλούσιος
4. ο ιδιοκτήτης, ο κύριος
5. ως επίθ. «η άρχουσα τάξη» — η ανώτερη τάξη οικονομικά, πολιτικά είτε κοινωνικά
νεοελλ.
1. (σε τιμητική προσφώνηση) «άρχοντα μου»
2. ο σύζυγος (αρχόντισσα
η σύζυγος)
3. οι αρχόντισσες
οι νεράιδες
μσν.
1. ανώτατος κρατικός ή εκκλησιαστικός λειτουργός
2. δικαστής
3. άγγελος ή διάβολος («ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου» — ο Σατανάς)
αρχ.
πληθ.
1. οι εννέα άρχοντες των Αθηνών
2. οι έφοροι της Σπάρτης
3. τίτλος των Ρωμαίων υπάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άρχων είναι ουσιαστικοποιημένη μτχ. του ρ. άρχω, αντικατέστησε δε στην ιων. αττ. τον τ. άρχος (πρβλ. και προύχων, προύχοντας < προέχω, προεστός < προεστώς < προΐσταμαι κ.λπ.).
ΠΑΡ. αρχοντικός
μσν.
αρχοντιώ
μσν.- νεοελλ.
αρχονταίνω, αρχοντάρης, αρχοντεύω, αρχοντία (-ιά)
νεοελλ.
αρχοντιλίκι, αρχοντόπουλο, άρχος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αρχοντάνθρωπος, αρχοντογενιά, αρχοντογεννημένος, αρχοντογυναίκα, αρχοντοθυγατέρα, αρχοντοθρεμμένος, αρχοντοκαμωμένος, αρχοντοκόρη, αρχοντολόι, αρχοντομαθαίνω, αρχοντονιός, αρχοντονοικοκύρης, αρχοντοξεπεσμένος, αρχοντοπαίδι και -παιδο, αρχοντοπιάνομαι, αρχοντόσπιτο, αρχοντοχωριάτης].