δράμημα
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
[ᾰ], ατος, to/ (cf. EM316.50), A running, course, Hdt.8.98, A.Pers.247 (anap.), S.OT193 (lyr.), Ichn.74, Ion Trag.1, E.Ba.872 (lyr.), al.; κυμάτων δ. Id.Tr.693 (pl.): the later form δρόμημα is found in codd. of Id.Med.1180, al., cf. APl.5.385 (pl.), Ar.Byz.Epit. 73.14.
German (Pape)
[Seite 665] τό, der Lauf; Her. 8, 98; Soph. O. R. 193. Vgl. δρόμημα, u. Lob. Phryn. p. 618 ff
Greek (Liddell-Scott)
δράμημα: ἢ δρόμημα, τό, τρέξιμον, δρόμος, ἀγὼν δρόμου· ὁ πρῶτος τύπος ἀπαντᾷ ἐν ἅπασιν ἢ τοῖς πλείστοις χειρογράφοις τοῦ Ἡροδ. 8. 98, Αἰσχύλ. Πέρσ. 247, Σοφ. Ο. Τ. 193, Ἴων παρ’ Ἀθην. 468C· ὁ δεύτερος ἐν Εὐρ. Μηδ. 1180, Φοιν. 1388, Βάκχ. 870, κτλ.· κυμάτων δραμήμασιν Τρῳ. 688. - Ὁ Blomf, προτείνει τὴν γραφὴν δρόμημα πανταχοῦ, ἀλλ’ ἴδε Λοβ. Φρύν. 618 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
course.
Étymologie: δραμεῖν.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 gener. carrera παλίσσυτον δ. S.OT 193, δ. κυνῶν E.Ba.872, cf. Ph.1379
•modo de correr δ. Περσικόν A.Pers.247
2 esp. correo de posta persa δ. τῶν ἵππων Hdt.8.98
•carrera como competición de velocidad δῶρον ἄξιον δραμήματος Io Trag.1
•de los astros carrera, curso δραμήματα Πελειάδος εἰς ὁδὸν ἄλλαν Ζεὺς μεταβάλλει E.Or.1005
•en el mar corriente κυμάτων δραμήματα E.Tr.693. Frec. confundido c. δρόμημα q.u.
Greek Monolingual
το
βλ. δρόμημα.
Greek Monotonic
δράμημα: ή δρόμημα, -ατος, τό (δραμεῖν), τρέξιμο διαδρομής, δρόμος, αγώνας δρόμου, σε Ηρόδ., Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
δράμημα: άτος (ρᾰ) τό
1) бег: δ. παλίσσυτον Soph. побег, бегство (досл. бег назад);
2) сообщение гонца: τὸ δ. Περσικόν Aesch. срочное донесение из персидской армии; τὸ δ. τῶν ἵππων Her. конная почта;
3) состязание в беге, пробег (δῶρον ἄξιον δραμήματος Eur.).
Middle Liddell
n n δραμεῖν
a running, course, a race, Hdt., Trag.