μύσταξ

From LSJ
Revision as of 13:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύσταξ Medium diacritics: μύσταξ Low diacritics: μύσταξ Capitals: ΜΥΣΤΑΞ
Transliteration A: mýstax Transliteration B: mystax Transliteration C: mystaks Beta Code: mu/stac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, Dor. and Lacon. for μάσταξ, and always masc., whereas μάσταξ is fem.:—   A upper lip or moustache, Stratt.65, Eub. 113, Theoc.14.4, LXX 2 Ki.19.24(25); the Spartan Ephors on coming into office issued an edict, κείρεσθαι τὸν μύστακα καὶ προσέχειν τοῖς νόμοις, Arist.Fr.539.

German (Pape)

[Seite 223] ακος, ὁ, dor. = μάσταξ (vgl. auch βύσταξ), die Oberlippe und der daran wachsende Bart, Schnurrbart, les moustaches; Theocr. 14, 4; Plut. Cleom. 9 de S. N. V. 4; auch Strattis bei E. M. 803, 47 u. Eubul. B. A. 108, 28.

Greek (Liddell-Scott)

μύσταξ: -ᾰκος, ὁ, Δωρ. καὶ Λακων. ἀντὶ μάσταξ ΙΙΙ, καὶ ἀείποτε ἀρσ., ἐν ᾧ τὸ μάσταξ εἶναι θηλ.: - τὸ ἄνω χεῖλος, αἱ ἐπ’ αὐτοῦ τρίχες, τὸ «μουστάκι», Στράττις ἐν Ἀδήλ. 6 (ἔνθα ἴδε Meineke), Θεόκρ. 14. 4· ἐν Σπάρτῃ οἱ ἔφοροι εἰς τὴν ἀρχὴν εἰσιόντες, προεκήρυττον εἰς τοὺς πολίτας: κείρεσθαι τὸν μύστακα καὶ προσέχειν (ἢ πείθεσθαι) τοῖς νόμοις, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσ. 496, Πλούτ. 2. 550Β· ἴδε Müller Dor. 3. 7. § 7. - Πρβλ. βύσταξ.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
lèvre supérieure ; moustache.
Étymologie: DELG ? -- Babiniotis cf. μάσταξ ?

Greek Monolingual

ο (Α μύσταξ και, σπαν. βύσταξ, -ακος)
1. μουστάκι, το πυκνό τρίχωμα στο άνω χείλος τών ανδρών
2. αραιές τρίχες, νημάτια που φυτρώνουν στο πάνω χείλος ζώων, όπως της γάτας, της τίγρης, ή ψαριών, όπως της τρίγλης, του μπαρμπουνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μύσταξ, σχηματισμένη κατά το μάσταξ, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα mu- «μουρμουρίζω, μίμηση του ήχου που παράγεται με σφιγμένα τα χείλια» και συνδέεται με τη τ. μύλλον «χείλος». Ο σπανιότερος τ. βύσταξ αποτελεί πιθ. παρεφθαρμένο τ. του μύσταξ.

Greek Monotonic

μύσταξ: -ᾰκος, ὁ, Δωρ. και Λακων. λέξη, το πάνω χείλος, μουστάκι, σε Θεόκρ.· πρβλ. μάσταξ.

Russian (Dvoretsky)

μύσταξ: ᾰκος ὁ дор.-лак. (ср. μάσταξ 1) досл. верхняя губа, перен. усы Arst., Theocr., Plut.

Frisk Etymological English

-ακος
Grammatical information: m.
Meaning: upper lip, moustache (Stratt., Eub., Theoc., LXX), Dor. a. Lacon. word (cf. Arist. Fr. 539).
Other forms: μύττακες μυκαί (cod. μύκαι). Σικελοί. Ἴωνες (leg. Λάκ-) πώγωνα H. On βύσταξ s. below.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Acc. to Ehrlich KZ 41, 288 and Güntert Reimwortbildungen 128 transformation of μάσταξ mouth after the rare βύσταξ moustache (Antiph.), which has itself been explained as an innovation, s. s.v. but see below). Frisk proposes a cross of μάσταξ with μύλλον lip (s. v.) "beside other popular words with sound-imitating μῦ"; cf. Chantraine Form. 377 (wit Johansson IF 14, 333). - The variation μ-\/β-, and μύττακες, proves Pre-Greek origin; Fur. 218, 304.

Middle Liddell

μύσταξ, ακος,
doric and Lacon. word, the upper lip, the moustache, Theocr.: cf. μάσταξ.

Frisk Etymology German

μύσταξ: -ακος
{mústaks}
Grammar: m.
Meaning: Oberlippe, Schnurrbart (Stratt., Eub., Theok., LXX), dor. u. lakon. Wort (vgl. Arist. Fr. 539); μύττακες· μυκαί (cod. μύκαι). Σικελοί. Ἴωνες (leg. Λάκ-) πώγωνα H.
Etymology : Nach Ehrlich KZ 41, 288 und Güntert Reimwortbildungen 128 Umbildung von μάσταξ Mund nach dem seltenen βύσταξ Schnurrbart (Antiph.), das indessen selbst wahrscheinlich eine Neuschöpfung ist, siehe s.v. Eher Kreuzung von μάσταξ mit μύλλον Lippe (s. d.) nebst anderen familiären Wörtern mit dem schallnachahmenden μῦ; vgl. Chantraine Form. 377 (mit Johansson IF 14, 333).
Page 2,278