ψελλός
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
English (LSJ)
ή, όν, A faltering in speech, like a child; distd. fr. τραυλός (lisping), Arist.HA492b32, Pr.902b22; τὸ ψ. prob. in Phld.Rh.2.206S.; ἡ ψελλὴ οὐ πιττεύω (i. e. πιστεύω) Suid., App.Prov.3.17. II Pass. of words, inarticulate, obscure, unintelligible, A.Pr. 816; ψελλόν ἐστι καὶ καλεῖ τὴν ἄρκτον ἄρτον Com.Adesp.393.
German (Pape)
[Seite 1393] (von ψέω, ψάω, wie τραυλός von θραύω), lallend, stammelnd, stotternd, lispelnd, καὶ τραυλός Arist. H. A. 1, 11; bes. wer einen Buchstaben nicht aussprechen kann, oder wie die Kinder Sylben ausläßt, wie z. B. bei Ar. fr. 536 ein ψελλὸς ἄρτος u. σῦκα statt ἄρκτος u. ἄστυ ausspricht. Vgl. Arist. probl. 11, 30. – Dah. überh. = undeutlich aussprechend, unverständlich, Aesch. Prom. 818 neben δυσεύρετος.
Greek (Liddell-Scott)
ψελλός: -ή, -όν, ὁ σφαλλόμενος ἐν τῷ προφέρειν τὰς λέξεις, μὴ δυνάμενος νὰ προφέρῃ γράμματά τινα ἢ συλλαβὰς καὶ παραλείπων αὐτὰ ὡς τὰ παιδία· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ τραυλὸς (ὁ προφέρων πλημμελῶς γράμμα τι), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 11, Προβλ. 11. 30, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 536, ἴδε ψελλίζω. ΙΙ. παθ. ἐπὶ λέξεων, ἄναρθρος, σκοτεινὸς, ἀδιανόητος, τῶν δ’ εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον Αἰσχύλ Προμ. 816.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui prononce mal certains sons;
2 mal articulé, obscur, inintelligible.
Étymologie: DELG onomatopée.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ψελλός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός που δυσκολεύεται στην άρθρωση τών λέξεων
αρχ.
(με παθ. σημ.) (για λέξεις) ασαφής, ακατάληπτος, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό επίθ., ο σχηματισμός του οποίου οφείλεται σε ονοματοποιία. Το επίθημα -λο-ς του επιθ. απαντά και σε άλλα επίθ. δηλωτικά ασθένειας, αδυναμίας (πρβλ. τραυ-λός)].
Greek Monotonic
ψελλός: -ή, -όν,
I. αυτός που δεν μπορεί να προφέρει συγκεκριμένα γράμματα ή συλλαβές, τραυλός, ψευδός, σε Αριστ.
II. Παθ., λέγεται για λέξεις, ακατανόητος, σκοτεινός, δυσνόητος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ψελλός:
1) страдающий расстройством речи, невнятно произносящий, косноязычный Arph., Arst., Plut.;
2) темный, непонятный, неясный (ψελλόν τι καὶ δυσεύρετον Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψελλός -ή -όν brabbelend, onduidelijk.
Middle Liddell
ψελλός, ή, όν
I. unable to pronounce certain letters, Arist.
II. pass. of words, inarticulate, obscure, Aesch.
Frisk Etymology German
ψελλός: {psellós}
Meaning: unartikuliert, mangelhaft sprechend, wie ein Kind (Arist., Kom. Adesp. u.a.), unverständlich, von Worten (A. Pr. 816).
Composita : auch m. κατα-, παρα-, συν- u.a., unartikuliert, mangelhaft sprechen (Pl., Arist., hell. u. sp. Prosa) mit -ισμός m., -ισμα n. (sp.).
Derivative: Davon ψελλότης f. unartikulierte Sprache (Arist., Plu.); -ίζομαι (Med. wie φθέγγομαι, εὔχομαι usw.). sp. auch -ίζω,
Etymology : Lautnachahmend mit volkstümlichexpressiver Gemination; zur Bildung vgl. τραυλός (s.d.)
Page 2,1132
English (Woodhouse)
dark, difficult to understand, hard to understand, not understood