ἀποδασμός

From LSJ
Revision as of 14:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδασμός Medium diacritics: ἀποδασμός Low diacritics: αποδασμός Capitals: ΑΠΟΔΑΣΜΟΣ
Transliteration A: apodasmós Transliteration B: apodasmos Transliteration C: apodasmos Beta Code: a)podasmo/s

English (LSJ)

ὁ, (ἀποδατέομαι)    A division, part of a whole, Th.1.12; separation, χώρας ἀποδασμῷ ζηυιωθῆναι by loss of territory, D.H.3.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδασμός: ὁ, (ἀποδατέομαι) μερὶς ἐκ συνόλου τινός, ἦν δὲ αὐτῶν [τῶν Βοιωτῶν] καὶ ἀποδασμὸς πρότερον ἐν τῇ γῇ ταύτῃ Θουκ. 1. 12, Διον. Ἁλ. 3. 6: περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 385.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
partie détachée d’un tout, fraction.
Étymologie: ἀποδαίομαι.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 parte separada Th.1.12.
2 privación de χώρας ἀποδασμῷ ζημιωθέντες D.H.3.6.

Greek Monolingual

ἀποδασμός, ο (Α) αποδατούμαι
1. τεμαχισμός ενός όλου, διαίρεση, μερισμός
2. μέρος ενός συνόλου.

Greek Monotonic

ἀποδασμός: ὁ, μερίδα, το μέρος ενός όλου, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδασμός: ὁ обособившаяся часть (Θεσσαλῶν Thuc.).

Middle Liddell

[from ἀποδατέομαι
a division, part of a whole, Thuc.