ἐπιβλής

From LSJ
Revision as of 19:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβλής Medium diacritics: ἐπιβλής Low diacritics: επιβλής Capitals: ΕΠΙΒΛΗΣ
Transliteration A: epiblḗs Transliteration B: epiblēs Transliteration C: epivlis Beta Code: e)piblh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ,    A bolt or bar fitting into a socket, Il.24.453; sens. obsc., AP5.241 (Eratosth.).    II. cover, ib.7.479 (Theodorid.).    III. ἡ ἐ. (sc. δοκός) cross-beam, Lys.Fr.175 S., IG11.144A58 (Delos, iv B.C.), 22.463.62, 1672.193.

German (Pape)

[Seite 929] ῆτος, ὁ, der vorgeschobene Balken od. Thürriegel, Il. 24, 453; Harpocr. aus Lys. erkl. δοκός. Aehnl. mit obscöner Zweideutigkeit Eratosth. Schol. 1 (V, 242). Bei Theodorid. 18 (VII, 479) πέτρος γυρὴ καὶ ἄτριπτος ἐπιβλής ist es wohl adj. zu nehmen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβλής: ῆτος, ὁ, (ἐπιβάλλω) «ὁ τῇ θύρα ἐπιβαλλόμενος μοχλὸς» (Σχόλ.), θύρην δ’ ἔχε μοῦνος ἐπιβλὴς εἰλάτινος Ἰλ. Ω. 453.- Καθ’ Ἁρποκρ. «ἐπιβλής εστιν, ὡς μὲν Τιμαχίδας φησι, δοκὸς, ὡς δέ φησι Κλείταρχος ὁ γλωσσογράφος ποιά τις δοκός», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ.·- ἐπὶ αἰσχρᾶς ἐννοίας, ἄκρον ἐπιβλῆτος μεσσόθι πηξάμενος Ἀνθ. Π. 5. 242, 6. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = ἐπίβλητος, Ἀνθ. Π. 7. 479.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ) :
verrou.
Étymologie: ἐπιβάλλω.

English (Autenrieth)

ῆτος (ἐπιβάλλω): bar, of gate or door, Il. 24.453†. (See cut No. 56, and the adjacent representation of Egyptian doors; see also No. 29.)

Greek Monolingual

ἐπιβλής, ο (Α)
1. αυτός που προεξέχει
2. σύρτης, μάνταλο της πόρτας
3. διασταυρούμενο δοκάρι
4. φρ. «ἄκρον ἐπιβλῆτος» — η βάλανος του πέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βλής «πεταμένος»].

Greek Monotonic

ἐπιβλής: -ῆτος, ὁ (ἐπιβάλλω), μοχλός που προσαρμόζεται, εφαρμόζει μέσα σε κοίλωμα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβλής: ῆτος adj. приставляемый, приставной (πέτρος Anth.).
ῆτος ὁ болт, щеколда или шкворень Hom., Anth.

Middle Liddell

ἐπιβλής, ῆτος, ἐπιβάλλω
a bar fitting into a socket, Il.