συνεμπίπτω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
A fall or be put in also, ἐς τὸ πῦρ Luc.Peregr.24, cf. DMort.10.4. 2 fall on or attack together, Plu.Brut.42 (s. v.l.); of diseases, σ. τινί Hp. Acut.42, Gal.16.493, Aret.SA2.6 codd. (leg. συμπ-). 3 befall also, εἴ τι τοιοῦτον συνεμπέσοι αὐτῷ might befall him too, Arist.Rh.Al. 1444a14. 4 to be thrown together, κατὰ τὠυτό Hp.Vict.1.27 (v.l. συνεκ-), cf. Plu.2.399e; coincide in form, -ουσαι λέξεις A.D.Pron.52.4, al.; τοῖς παλαιοῖς, i.e. by repeating their words, Artem.2.1; of metrical phrases, Sch.Ar.Nu.651; Astrol., come together, Vett.Val.90.27, 333.23. 5 fall to be included in, σὺν τοῖς καὶ εἰς τούτους συνεμπεσουμένοις φορτίοις πᾶσι POxy.243.33 (i A.D.), cf. 503.14 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1014] (s. πίπτω), mit od. zugleich hinein od. darauf fallen, mit einen Einfall machen; Luc. mort. Peregr. 24; Plut.; – zusammentreffen, Isocr. frg. bei Spengel 161.
Greek (Liddell-Scott)
συνεμπίπτω: ἐμπίπτω ὁμοῦ, πίπτω ἐντὸς ὁμοῦ, συνεμπεσὼν ἐς τὸ πῦρ Λουκ. Περεγρ. 24, πρβλ. Νεκρ. Διαλ. 10. 4. 2) ἐπιπίπτω, προσβάλλω, ἐπιτίθεμαι ὁμοῦ, Πλουτ. Βροῦτ. 42· ἐπὶ νόσων, σ. τινὶ Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390, Ἀρεταῖ. 3) συμβαίνω συγχρόνως, τινὶ Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 37, 32, Πλούτ., κλπ· πρὸς ἄλληλα τῶν γραμμάτων συμπεσόντων ἀπετελέσθη τὸ βιβλίον ὁ αὐτ. 2. 399Ε. 4) εἶμαι ὅμοιος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 651, Α. Β. 814, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ao.2 συνενέπεσον, pf. συνεμπέπτωκα;
I. 1 tomber ensemble sur ou dans, avec ἐς et l’acc.;
2 attaquer ensemble;
II. fig. 1 se rencontrer;
2 coïncider, s’accorder avec, dat. ou πρός et l’acc..
Étymologie: σύν, ἐμπίπτω.
Greek Monolingual
Α ἐμπίπτω
1. πέφτω μέσα μαζί («συνεμπίπτειν εἰς τὸ πῡρ», Λουκιαν.)
2. επιτίθεμαι, προσβάλλω μαζί
3. (για νόσο) ενσκήπτω ταυτοχρόνως
4. γίνομαι ταυτοχρόνως, συμπίπτω («εἴ τι τοιοῡτον συνεμπέσοι αὐτῷ», Αριστοτ.)
5. συμβαίνω κατά παρόμοιο τρόπο
6. συμπεριλαμβάνομαι
7. (στην αστρολογία) έρχομαι συγχρόνως.
Greek Monotonic
συνεμπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι,
1. πέφτω εντός από κοινού ή επιπίπτω, συμπίπτω μαζί, σε Λουκ.
2. επιπίπτω, εφορμώ ή επιτίθεμαι από κοινού, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συνεμπίπτω: (aor. 2 συνενέπεσον, pf. συνεμπέπτωκα)
1) одновременно падать, обрушиваться, наваливаться (sc. εἰς τὸ πορθμεῖον Luc.);
2) одновременно бросаться, устремляться (ἐς τὸ πῦρ Luc.);
3) складываться, происходить, приключаться (κατὰ τύχην Plut.);
4) совпадать (τινί Arst.);
5) совместно нападать: οἱ μὴ κυκλωσάμενοι, ἀλλὰ συνεμπεσόντες Plut. (отряды), шедшие не в обход, а во фронтальное наступление.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εμπίπτω tegelijk of samen in (...) vallen of erin vallen. Luc. tegelijk overvallen, met dat. iem.
Middle Liddell
fut. -πεσοῦμαι
1. to fall in or upon together, Luc.
2. to fall on or attack together, Plut.