πωλώ
Greek Monolingual
πωλῶ, -έω, ΝΜΑ, και πουλώ, -άω, Ν
1. προσφέρω ή εκθέτω κάτι για πώληση
2. παρέχω κάτι σε κάποιον έναντι τιμήματος («πουλάει το σπίτι του πολύ ακριβά»)
3. μτφ. προδίδω, εξαπατώ (α. «αν και φίλος, δεν δίστασε να μέ πουλήσει» β. «τὰ οἴκοι πωλοῦν
τες», Δημοσθ.)
νεοελλ.
φρ. α) «πούλησε την ψυχή του στον διάβολο» — παραδόθηκε στο κακό, έχασε κάθε ηθικό φραγμό
β) «σέ πουλάει και σέ αγοράζει» — λέγεται για κάποιον που είναι πολύ επιτήδειος, παμπόνηρος
γ) «πουλάει και τη μάνα του» — λέγεται για κάποιον που είναι αδίστακτος
δ) «πού [ή σε ποιόν] τά πουλάς αυτά;» — λέγεται για να δηλώσει έντονη αμφισβήτηση τών λεγομένων κάποιου
ε) «πουλάω μούρη» — προσπαθώ να φανώ ανώτερος από ό,τι είμαι, κάνω τον έξυπνο
αρχ.
1. (με αιτ.) εκμισθώνω αξίωμα, ιδίως ιερατικό («ἐπὶ τοῑσδε πωλοῡμεν τὴν ἱερωσύνην τοῦ Διονύσου», επιγρ.)
2. παραχωρώ κάτι για ένα χρονικό διάστημα έναντι αμοιβής («καθ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν ἡ βουλὴ πωλεῑ τὸ πορνικὸν τέλος», Αισχίν.)
3. (σε συνεκφορά με το πάλιν) μεταπωλώ («πωλοῡσι πάλιν οἱ κάπηλοι», Πλάτ.)
4. φρ. «πωλῶ οὐδενὸς χρήματος» — αρνούμαι να πουλήσω κάτι, οποιαδήποτε τιμή κι αν μού προσφέρουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πωλῶ θα μπορούσε να θεωρηθεί ρηματ. παράγωγο, αν και δεν έχει εξακριβωθεί η αντίστοιχη θεματική ρηματική ρίζα. Μετά από σύνδεση με συγγενικούς τύπους άλλων ΙΕ γλωσσών με σημ. «επιδιώκω το κέρδος, δίνω κάτι με σκοπό το κέρδος», ο τ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα pel- «πουλώ» (πρβλ. αρχ. ινδ. pana- «στοίχημα, μισθός», μέσ. ινδ. panaie «διαπραγματεύομαι, αγοράζω», αρχ. σλαβ. plĕnŭ «λεία, λάφυρα»). Παρετυμολογική, εξάλλου, θεωρήθηκε η σύνδεση του τ. με τη λ. ἐμπολή «εμπόρευμα, κέρδος», ενώ σημασιολογικά συνδέεται και με την οικογένεια του πέρνημι / πιπράσκω (βλ. λ. πέρνημι). Για την τροπή του -ω- σε -ου- στο νεοελλ. τ. πουλώ, πρβλ. κώδων: κουδούνι, πῶλος: πουλάρι].