φύσα

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source

Greek Monolingual

η / φῡσα, ΝΑ
1. φυσητήρας, φυσερό για τη φωτιά
2. τα αέρια τών εντέρων, η πορδήφύσας τε καὶ κατάρρους νοσήμασιν ὀνόματα τίθεσθαι ἀναγκάζειν τοὺς κομψοὺς Ἀσκληπιάδας», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. φυσιολ. τα αέρια που παράγονται από τη δραστηριότητα τών μικροβίων κατά τη ζύμωση και τη σήψη τών τροφών στο έντερο ή προέρχονται από τον αέρα που καταπίνεται με το φαγητό και τα οποία διαφεύγουν από τον πρωκτό
2. ζωολ. γένος πνευμονοφόρων γαστερόποδων μαλακίων που ανήκει στην οικογένεια φυσίδες της υπέρταξης βασσοματοφόρα
αρχ.
1. σωλήνας φυσερού
2. ξαφνική πνοή ανέμου
3. το ρεύμα του αέρα που παράγεται από τη φωτιά
4. κύστη, φούσκα
5. πρόλοβος πτηνού
6. φυσαλλίδα, φουσκάλα
7. κομπασμός, αλαζονική συμπεριφορά
8. κρατήρας ηφαιστείου
9. ονομασία ψαριού του Νείλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ., η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα - / phu- —προϊόν ονοματοποιίας από τον ήχο που παράγεται από υλικά που φουσκώνουν και σκάνε καθώς ψήνονται— και έχει σχηματιστεί, κατά την επικρατέστερη άποψη, από μια μορφή p(h)u-s- της ρίζας με παρέκταση -s- (πρβλ. λατ. pussula / pustula «φυσαλλίδα», λιθουαν. pūslẽ «φυσαλλίδα», pŭsti «φυσώ») και επίθημα -σă (πρβλ. δόξă, κνῖσă): φῡσ-σă < φῦσα, με απλοποίηση τών δύο -σσ-. Έχει διατυπωθεί επίσης η άποψη ότι η λ. φῦσα μπορεί να ερμηνευθεί μέσω τών τ. φυκ- (από μια μορφή phu-k- της ρίζας, πρβλ. αρμ. p'uk' «πνοή, άνεμος») ή φυτ- (από μια μορφή phu-t-, πρβλ. αρχ. ινδ. phūtkaroti «φυσά»). Η άποψη αυτή, όμως, δεν θεωρείται πιθανή].