ὠλεσίκαρπος

From LSJ
Revision as of 10:55, 10 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠλεσίκαρπος Medium diacritics: ὠλεσίκαρπος Low diacritics: ωλεσίκαρπος Capitals: ΩΛΕΣΙΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: ōlesíkarpos Transliteration B: ōlesikarpos Transliteration C: olesikarpos Beta Code: w)lesi/karpos

English (LSJ)

ον, A losing its fruit, ἰτέαι ὠ., because they shed their fruits before ripening, Od.10.510, cf. Thphr.HP3.1.3; (ἐρινεός) Id.CP2.9.14: metaph., ὠ. τύμπανον the kettledrum in the mysteries of Cybele, because the priests who beat it were eunuchs, Opp.C.3.283: dub. sens. in Cerc.6.14.

Greek (Liddell-Scott)

ὠλεσίκαρπος: -ον, ὁ καταστρέφων τὸν ἑαυτοῦ καρπόν, Λατ. frugiperda· ἰτέαι ὠλ., ὡς ἀποβάλλουσαι τοὺς καρποὺς αὐτῶν πρὶν ἢ ὡριμάσωσιν, Ὀδ. Κ. 510, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 3. ἐρινεὸς ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9. 14· ― μεταφορ., ὠλ. τύμπανον, τὸ κρουόμενον κατὰ τὰ μυστήρια τῆς Κυβέλης, διότι οἱ κρούοντες αὐτὸ ἱερεῖς ἦσαν εὐνοῦχοι, Ὀππ. Κυνηγ. 3. 283.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
stérile.
Étymologie: ὄλλυμι, καρπός.

English (Autenrieth)

losing their fruit, of the willow which drops its fruit before ripening, Od. 10.510†.

Greek Monolingual

και ὀλεσίκαρπος, -ον, Α
(επικ. τ.)
1. (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του πριν αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ' αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. άγονος
3. φρ. «ὠλεσίκαρπον τύμπανο» — τύμπανο που έκρουαν στα μυστήρια της Κυβέλης ευνούχοι ιερείς (Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι- του ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + καρπός (πρβλ. τελεσί-καρπος). Ο μακρός φωνηεντισμός ω- του τ. ὠλεσί-καρπος, που είναι πιθ. και ο αρχαιότερος, οφείλεται σε διευθέτηση μετρικών αναγκών].

Greek Monotonic

ὠλεσίκαρπος: -ον, αυτός που χάνει, καταστρέφει τους καρπούς του· ἰτέαι ὠλεσίκαρποι, γιατί αυτά τα δέντρα αποβάλλουν τους καρπούς τους προτού ωριμάσουν, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὠλεσίκαρπος: теряющий свои плоды (ἰτέαι Hom.).

Middle Liddell

ὠλεσί-καρπος, ον,
losing its fruit, ἰτέαι ὠλ., because these trees shed their fruits before ripening, Od.