ευφυής
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐφυής, -ές)
αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη»)
μσν.
ταιριαστός
αρχ.
1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)
2. (για πράγματα) καλά ή κατάλληλα σχηματισμένος, καλοκατασκευασμένος, χαριτωμένος («πρῶτον εὐκύκλου χορείας εὐφυᾱ στῆσαι βάσιν» — κατ' αρχάς θα χορέψουν σε ωραίο κύκλο με κατάλληλο, χαριτωμένο βηματισμό, Αριστοφ.)
3. αυτός που έχει καλή προδιάθεση, που αρμόζει από τη φύση του σε κάτι, κατάλληλος για κάτι («οὕτως ἔλεγες τὸν μὲν εὐφυῆ πρός τι εἶναι, τὸν δὲ ἀφυῆ», Πλάτ.)
4. (για τόπο ή χρόνο) ευνοϊκός, κατάλληλος (α. «εὐφυέστατος δὲ τῶν τόπων ὁ μέσος», Αριστοτ.
β. «νομίσας ἔχειν εὐφυῆ καιρὸν πρὸς σωτηρίαν», Πολ.)
5. (κατ' ευφ.) προικισμένος με οξύ νου, οξύνους, εφευρετικός («καὶ τοὺς εὐτραπέλους δὲ καὶ σκώπτειν δυναμένους, οὕς νῦν εὐφυεῑς προσαγορεύουσιν, ἐκεῖνοι δυστυχεῑς ἐνόμιζον», Ισοκρ.)
6. αυτός που έχει μεγάλες πνευματικές ικανότητες, ιδιοφυής ή μεγαλοφυής («εὐφυοῡς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῡ», Αριστοτ.). Επιρρ. ευφυώς (ΑΜ εὐφυῶς)
έξυπνα, κατάλληλα, επιδέξια (α. «απάντησε ευφυώς» β. «τοὺς δημιουργοὺς τοὺς εὐφυῶς δυναμένους ἰχνεύειν τὴν τοῦ καλοῡ φύσιν», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
αρμόδια, κατάλληλα
αρχ.
(για τόπο) κατάλληλα, ευνοϊκά («εὐφυώς κείμενα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φυής (< φυή ή φύος < φύομαι «γίνομαι μεγάλος, προκόβω, προοδεύω»), πρβλ. αυτοφυής, ιδιοφυής].