ἀσπιδίσκη
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ἡ, boss, disk, Jahresh. 16 Beibl. 51 (Athens, iii BC), SIG 2588.31 (Delos, ii BC), Ausonia 10.171 (Perga), LXX Ex. 36.26 (39.18); small shield, Ascl.Tact. 1.2, Hero Dioptr. 5, etc.; name of a constellation, Ptol. Alm. 8.1.
German (Pape)
[Seite 373] ἡ, dasselbe, Ios. u. Sp.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
escudo pequeño dicho de la πέλτη μικρά Ascl.Tact.1.2, cf. Hsch.
•c. carácter votivo y ornamental disco, Jahresh.16.1913, Beibl.51 (Atenas III a.C.), ID 442 B.32 (II a.C.), SEG 2.705.20 (Perga I d.C.?), LXX 1Ma.4.57, Ex.28.13, 14, 36.23, I.BI 5.233
•como una pieza de la dioptra, Hero Dioptr.200.27
•astr. una parte de la constelación Argo, Ptol.Alm.8.1 (p.146, 148, 150), cf. ἀσπίδιον III.
Greek Monolingual
η (Α ἀσπιδίσκη) ασπίς
νεοελλ.
τμήμα του άβακα της πρύμνης όπου αναγράφεται η ονομασία του πλοίου και κάτω από αυτήν τα στοιχεία της νηολόγησης του. Στη γλώσσα των ναυτικών λέγεται και καθρέφτης ή αινάς
αρχ.
1. μικρή ασπίδα
2. δίσκος
3. όνομα αστερισμού.