μαρμαρυγή

From LSJ
Revision as of 09:00, 15 April 2021 by Spiros (talk | contribs)

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρῠγή Medium diacritics: μαρμαρυγή Low diacritics: μαρμαρυγή Capitals: ΜΑΡΜΑΡΥΓΗ
Transliteration A: marmarygḗ Transliteration B: marmarygē Transliteration C: marmarygi Beta Code: marmarugh/

English (LSJ)

ἡ,
A flashing, sparkling, gleaming, λάμπει δ' ὑπὸ μαρμαρυγαῖς ὁ χρυσός B.3.17, cf. Pl.Criti.116c, Plu.Caes.69; ἡ τοῦ οὐρανοῦ μαρμαρυγή Dam.Pr.213; αἱ ἀπολάμπουσαι ἀπὸ τῶν ὀμμάτων μαρμαρυγαί Damian.Opt.2, cf. Adam.1.16.
2 'seeing sparks', Hp.Prog.24 (pl.), Pl.R.518a.
3 of any quick motion, μαρμαρυγαὶ ποδῶν the quick twinkling of the dancers' feet. Od.8.265, cf.h.Ap.203.

Greek (Liddell-Scott)

μαρμᾰρῠγή: ἡ, λάμψις, ἀκτινοβολία, ἐπὶ τοῦ φωτός, Ἱππ. Προγν. 46, Πλάτ. Πολ. 518Α, Κριτί. 116C· ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως, μαρμαρυγαὶ ποδῶν, ἡ ταχεῖα κίνησις τῶν ποδῶν τῶν ὀρχουμένων, Ὀδ. Θ. 265, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 203· ― πρβλ. ἀμαρυγή. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μαρμαρυγή· φῶς. ἀστραπή. βῆμα. πήδημα. λαμπηδών. κίνησις ποδῶν συνεχής. αὐγὴ ὀφθαλμῶν».

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 mouvement vibratoire de la lumière;
2 p. anal. αἱ μαρμαρυγαί mouvement rapide et qui éblouit.
Étymologie: μάρμαρος.

English (Autenrieth)

(μαρμαρύσσω = μαρμαίρω): the quick twinkling of dancers' feet, pl., Od. 8.265†.

Greek Monolingual

η (AM μαρμαρυγή)
λάμψη, λαμπύρισμα, ακτινοβολία («λάμπει δ' ὑπὸ μαρμαρυγαῑς ὁ χρυσός», Βακχυλ.)
νεοελλ.
1. ιατρ. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από διαδοχή τών ταχύτατων, άτακτων και αναποτελεσματικών συστολών τών μυϊκών ινών του μυοκαρδίου
2. φρ. α) «μαρμαρυγή τών κοιλιών»
ιατρ. σοβαρότατη μορφή καρδιακής ταχυαρρυθμίας που, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο
β) «μαρμαρυγή τών κόλπων»
ιατρ. μορφή καρδιακής ταχυαρρυθμίας που αφορά τους κόλπους της καρδιάς
αρχ.
1. φωσφορισμοί που βλέπουν όσοι βρίσκονται σε εγκεφαλική έξαψη ή αυτοί που έχουν δεχθεί κάποιο χτύπημα στο κεφάλι
2. κάθε γρήγορη κίνηση, όπως η κίνηση τών ποδιών τών χορευτών («μαρμαρυγὰς θηεῑτο ποδῶν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαρμαρ- του μαρμαίρω «λάμπω, αστράφτω» + εκφραστικό επίθημα -υγή, κατά το ἀμαρυγή].

Greek Monotonic

μαρμᾰρῠγή: ἡ (μαρμαίρω), αυτό που αστράφτει, ακτινοβολεί, λέγεται για φως, σε Πλάτ.· λέγεται για κάθε γοργή κίνηση, μαρμαρυγαὶ ποδῶν, το γοργό σπίθισμα των ποδιών των χορευτών, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

μαρμᾰρῠγή: ἡ (преимущ. pl.)
1) блеск, сияние (ὑπὸ μαρμαρυγῆς ἐμπίπλασθαι Plat.; τῶν ὅπλων Plut.);
2) pl. мелькание (ποδῶν Hom.).

Middle Liddell

μαρμᾰρῠγή, ἡ, μαρμαίρω
a flashing, sparkling, of light, Plat.: of any quick motion, μαρμαρυγαὶ ποδῶν the quick twinkling of dancers' feet, Od.

English (Woodhouse)

brightness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)