μεταζεύγνυμι

From LSJ
Revision as of 12:27, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταζεύγνῡμι Medium diacritics: μεταζεύγνυμι Low diacritics: μεταζεύγνυμι Capitals: ΜΕΤΑΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: metazeúgnymi Transliteration B: metazeugnymi Transliteration C: metazeygnymi Beta Code: metazeu/gnumi

English (LSJ)

A unyoke and put to another carriage, ἵππους X.Cyr. 6.3.21.

German (Pape)

[Seite 146] (s. ζεύγνυμι), umspannen, anders spannen, ἴππους, Xen. Cyr. 6, 3, 21.

Greek (Liddell-Scott)

μεταζεύγνῡμι: λύω ἀπὸ τοῦ ζυγοῦ καὶ ζευγνύω εἰς ἄλλην ἅμαξαν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 21.

French (Bailly abrégé)

atteler autrement.
Étymologie: μετά, ζεύγνυμι.

Greek Monolingual

μεταζεύγνυμι (ΑM)
λύνω άλογο από τον ζυγό και το ζεύω σε άλλη άμαξα («ὁμοῦ δὲ τοῦ ἀγῶνος ὄντος οὐδενὶ ἅρματι ἔτι καιρὸς τοὺς ἵππους μεταζευγνύναι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ζεύγνυμι «ζεύω»].

Greek Monotonic

μεταζεύγνῡμι: δένω το ζευγάρι (ζώων που οργώνουν) σε άλλη άμαξα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μεταζεύγνῡμι: перепрягать (ἵππους Xen.).

Middle Liddell


to put to another carriage, Xen.