ἡμερεύω

From LSJ
Revision as of 11:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερεύω Medium diacritics: ἡμερεύω Low diacritics: ημερεύω Capitals: ΗΜΕΡΕΥΩ
Transliteration A: hēmereúō Transliteration B: hēmereuō Transliteration C: imereyo Beta Code: h(mereu/w

English (LSJ)

A spend the day, ἐν τόπῳ ἐρήμῳ X.HG5.4.3; ἐν τῇ ἀγορᾷ D.44.4; πρὸς πῦρ X.Oec.4.2; ἐν πόνοισιν E.Fr.525 codd.: abs., to travel the whole day, A.Ch.710. 2 pass one's days, ἕκηλα ἡ. S.El.787:—Med., δίαιταν ἥντιν' ἡμερεύεται dub. l. in E.Fr.812.6. 3 work by day, PLond.3.1177.78 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1165] den Tag zubringen; ἡμερεύοντες ξένοι μακρᾶς κελεύθου, die den Tag hindurch den langen Weg.gewandert sind, Aesch. Ch. 699; ἕκηλα ἡμερεύσομεν, ruhig werden wir den Tag hinbringen, Schol. βιώσομεν, Soph. El. 777; ἡμερεύσαντες ἐν τόπῳ Xen. Hell. 5, 4, 3; ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem. 44, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερεύω: διέρχομαι τὴν ἡμέραν, διημερεύω, ἐν τόπῳ ἐρήμῳ Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 3· ἐν ἀγορᾷ Δημ. 1081. 26· πρός πῦρ Ξεν. Οἰκ. 4, 2· ἐν πόνοις Εὐρ. Ἀποσπ. 529· - ἀπολ., ὁδοιπορῶ ὅλην τὴν ἡμέραν, Αἰσχύλ. Χο. 710 (ἔνθα τὸ μακρᾶς κελεύθου ἀνήκει εἰς τὸ τὰ πρόσφορα, ὡς ἐν Εὐρ. Ἑλ. 515). 2) διέρχομαι τὰς ἡμέρας μου, ζῶ, Σοφ. Ἠλ. 787, - Μέσ., δίαιταν ἥνπερ ἡμερεύεται Εὐρ. Ἀποσπ. 812. 6· - οὕτως ὁ Gaisf. ἀντὶ ἱμερεύεται (ὡς παρὰ τῷ Ἰω. Δαμασκ.), ὁ Αἰσχίν. τὸ ἀναφέρει ὡς ἐμπορεύεται.

French (Bailly abrégé)

1 passer la journée : μακρᾶς κελεύθου ESCHL passer la journée à faire une marche;
2 passer ses jours, vivre.
Étymologie: ἡμέρα.

Greek Monolingual

(I)
ἡμερεύω (Α) ημέρα
1. περνώ την ημέρα μου, διημερεύω κάπου («ἡμερεύσαντες ἔν τινι τόπῳ ἐρήμῳ», Ξεν.)
2. ταξιδεύω όλη την ημέρα, οδοιπορώ όλη την ημέρα
3. εργάζομαι κατά τη διάρκεια της ημέρας
4. φρ. «ἡμερεύω ἐν πόνοισιν» — περνώ τις ημέρες μου με κόπους (Ευρ.).
(II)
και μερεύω ήμερος
1. τιθασεύω, δαμάζω, εξημερώνω («οι θηριοδαμαστές ημερεύουν τα θηρία»)
2. καταπραΰνω, κατευνάζω («είδα και έπαθα να τον ημερέψω»)
3. γίνομαι ήμερος, δαμάζομαι, εξημερώνομαι
4. καταπραΰνομαι, καθησυχάζω
5. εκπολιτίζομαι, εξανθρωπίζομαι.

Greek Monotonic

ἡμερεύω: μέλ. -σω (ἡμέρα),
1. διέρχομαι την ημέρα, περνώ την ημέρα, σε Ξεν. κ.λπ.· απόλ., οδοιπορώ καθόλη τη διάρκεια της ημέρας, σε Αισχύλ.
2. διέρχομαι τις ημέρες μου, ζω, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμερεύω: проводить день (ἐν πόνοις Eur.; ἐν τόπῳ ἐρήμῳ, πρὸς πῦρ Xen.; ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem.): νῦν ἕκηλα ἡμερεύσομεν Soph. нынешний день мы проведем спокойно; ἡ. μακρᾶς κελεύθου Aesch. провести день в долгом путешествии.

Middle Liddell

ἡμερεύω, fut. -σω ἡμέρα
1. to spend the day, Xen., etc.: —absol. to travel the whole day, Aesch.
2. to pass one's days, live, Soph.