πέλυξ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
υκος, ὁ, A = πέλλα 1, Poll.10.105. II a kind of axe, LXX Je. 23.29, Babr.64.9 (with ῡ), Ath.9.392b, PHamb.10.40 (ii A.D.); rejected as barbarous by Phot. s.v. πέλεκυς :—Dim. πελύκιον, τό, Peripl.M.Rubr.6,17, PRyl.393v 15 (ii/iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 552] υκος, ὁ, = πέλιξ, bei den LXX. = πέλεκυς, von Phot. als ein barbarisches Wort bezeichnet. Den gen. πέλυκος führt Ath. IX, 392 b ohne Erkl. an. Vgl. Lob. Paralipp. p. 140.
Greek (Liddell-Scott)
πέλυξ: -υκος, ὁ, ἴδε ἐν λ. πέλλα. ΙΙ. εἶδος πελέκεως Ἀθήν. 392Β, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΚΓ΄, 29)· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ πελέκεως παρὰ Βαβρ. 64. 9· ἀλλ’ ἀποδοκιμάζεται ὡς βάρβαρον ὑπὸ τοῦ Φωτ.· ὑποκορ. πελύκιον, τό, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. θαλ. σ. 4 καὶ 10.
French (Bailly abrégé)
υκος (ὁ) :
1 écuelle ou bassin de bois;
2 hache.
Étymologie: cf. πέλεκυς.
Greek Monolingual
(I)
-υκος, ὁ, Α
ξύλινο αγγείο, πλατύ στον πυθμένα και στενότερο στο στόμιο, το οποίο χρησίμευε κατά την αρχαιότητα για άρμεγμα, η πέλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του πέλλα (Ι) «δοχείο για άρμεγμα» κατά το κάλυξ.
(II)
-υκος, ὁ, ΑΜ
είδος πελέκεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του πέλεκυς, κατά τα ονόματα σε -υξ (πρβλ. βόμβ-υξ, κάλ-υξ)].
Greek Monotonic
πέλυξ: -υκος, ὁ, είδος πέλεκυ, σε Βάβρ.
Frisk Etymological English
See also: s. πέλεκυς and 1. πέλλα.
Middle Liddell
πέλυξ, υκος,
a kind of axe, Babr.