ἀντικόπτω
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
A cut down mutually, ἀλλήλους D.C.43.37 (nisi leg. ἀνακ-). II beat back, resist, 1 in a physical sense, c. acc., ὁκόταν νέφεα . . ἀντικόψῃ πνεῦμα ἐναντίον Hp.Aeër. 8: abs., ὅταν πνεῦμα ἀντικόπτῃ νότιον Arist.HA599a1, cf. PA642b1; check growth, ὅταν ἀντικόψῃ ὁ χειμών Thphr.CP1.12.6, cf. Epicur. Ep.1p.11U., al.:—in Pass., meet with resistance, Id.Nat.Herc.908.2; ἀ, ἀλλήλοις, of winds, Thphr.Vent.53. 2 of persons, ὁ δὲ Θηραμένης ἀντέκοπτε λέγων . . X.HG2.3.15, cf. Aristid. Or.43(1).10: c. dat, Phld.Vit.pp 9,25J. 3 of things, ἤν τι ἀντικόψῃ if there be any hindrance, X.HG2.3.31; ἡ πυκνότης ἀ. πρὸς τοῦτο militates against this, Demetr.Lac.Herc.1055.18.
German (Pape)
[Seite 253] entgegen-, zurückstoßen, Theophr., vom Winde; – intr., ἤν τι ἀντικόπτῃ, wenn sich ein Hinderniß zeigt, Xen. Hell. 2, 3, 17; sich widersetzen, 2, 3, 15 ἀντέκοπτε λέγων.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικόπτω: ἀντικρούω, ἀπωθῶ, ἀνθίσταμαι, ἐμποδίζω, 1) ἐπὶ φυσικῶν φαινομένων, μετ’ αἰτιατ., ὅταν νέφεα... ἀντικόπτῃ πνεῦμα ἐναντίον Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· ἀπολ., ὅταν πνεῦμα ἀντικόψῃ νότιον Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 13, 13, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 36, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 12, 9· ἀντ. ἀλλήλοις, ὡσαύτως ἐπὶ ἀνέμων, ὁ αὐτ. περὶ Ἀνέμ. 53. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ δὲ Θηραμένης ἀντέκοπτε λέγων... Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 15. 3) ἀπρόσ., ἤν τι ἀντικόψῃ, ἐὰν παρουσιασθῇ κανὲν ἐμπόδιον, αὐτόθι 2. 3, 31.
French (Bailly abrégé)
s’opposer à, résister.
Étymologie: ἀντί, κόπτω.
Spanish (DGE)
I intr.
1 de pers. objetar ὁ δὲ Θεραμένης ἀντέκοπτε, λέγων ὅτι X.HG 2.3.15, cf. Aristid.Or.43.10
•c. dat. de pers. τισὶν δὲ οὐδ' ἀ[ντι] κόπτω Phld.Vit.9, cf. 25.
2 de cosas ser un obstáculo, ofrecer resistencia abs. ἤν τι ἀντικόπτῃ si hay un obstáculo X.HG 2.3.31, ἀπάντησις τῶν ἀντικοψάντων Epicur.Ep.[2] 46.8, τοῦ ἐντὸς θερμοῦ ἀντικόπτοντος Arist.PA 642b1, ὅταν διὰ τοῦ κενοῦ (αἱ ἄτομοι) εἰσφέρωνται μηθενὸς ἀντικόπτοντος Epicur.Ep.[2] 61.2
•c. adv. πυκνὸν ἀντικόπτουσιν encuentran fuerte resistencia Epicur.Ep.[2] 62.5, cf. [24] 20.2, 4
•c. πρός y ac. ofrecer resistencia ἡ πυκνότης ... ἀντεικόπτει πρὸς τοῦτο Demetr.Lac.78
•c. dat. ὅταν μηθὲν μηδὲ ἐκείνοις ἀντικόπτῃ Epicur.Ep.[2] 61.5, κινῶν οὗτος τὴν γῆν ἀντικόπτειν αὐτῆς τῇ δίνῃ φησὶ ... τὴν περιστροφὴν τῆς σελήνης diciendo éste que la tierra se mueve, afirma que el giro de la luna hace presión contra el torbellino de ella Seleucus en Placit.3.17.9.
3 de los vientos, c. pron. recíproco en dat. chocar ἀλλήλοις Thphr.Vent.53
•abs. ὅταν πνεῦμα ἀντικόψῃ cuando sopla el viento Arist.HA 599a1.
II tr.
1 empujar πνεῦμα ... νέφεα Hp.Aër.8.
2 de pers. golpear, herir ἀλλήλους D.C.43.37.1.
III cejar, ceder ὁ χειμών Thphr.CP 1.12.6.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀντικόπτω: μέλ. -ψω,
1. αντικρούω, απωθώ, ανθίσταμαι, εμποδίζω, σε Ξεν.
2. απρόσ., ἤν τι ἀντικόψῃ, εάν παρουσιασθεί κανένα εμπόδιο, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικόπτω:
1) толкать назад, отбивать, отражать, противодействовать (ὁ ἐντὸς θερμὸς ἀντικόπτων Arst.): ἀ. ἀλλήλοις Arst. сталкиваться друг с другом;
2) препятствовать, мешать (εἴ τι ἀντικόψῃ Xen.);
3) перебивать, мешать (ἀντέκοπτε λέγων Xen.; οἱ ἀντικόπτοντες, οὔτ᾽ ἀκούοντες Plut.).
Middle Liddell
1. to beat back, resist, oppose, Xen.
2. impers., ἤν τι ἀντικόψηι if there be any hindrance, Xen.