παράπαν

From LSJ
Revision as of 10:15, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράπᾰν Medium diacritics: παράπαν Low diacritics: παράπαν Capitals: ΠΑΡΑΠΑΝ
Transliteration A: parápan Transliteration B: parapan Transliteration C: parapan Beta Code: para/pan

English (LSJ)

Adv. for παρὰ πᾶν, A altogether, absolutely, in correct writers always joined with Art., τὸ π. Hdt.1.61, Th.6.80, etc.; εἰς τὸ π. in perpetuity, Rev.Bibl.39.532 (Palmyra, ii A. D.). 2 freq. with neg., τὸ π. οὐδέν not at all, Hdt. 1.32; τὸ π. οὐδὲ γρῦ Ar.Pl.17, cf. Isoc.17.35, etc.; μὴ ζητεῖν αὐτὴν… τὸ π. Pl.Tht.187a; οὐκ εἰμὶ τὸ π. ἄθεος Id.Ap.26c; φωνὴν οὐκ ἔχειν ἰχθύν γε… τὸ π. Pherecr.113: with a neg. Verb, τὸ π. ἀρνούμενοι Antipho 3.3.7. 3 in reckoning, ἐπὶ διηκόσια τὸ παράπαν two hundred on the average, Hdt. 1.193; οὐδὲ πεντήκοντα δραχμῶν τὸ π. in all, D.55.28.

German (Pape)

[Seite 492] d. i. παρὰ πᾶν, überall, gänzlich, durchaus; gew. mit dem Artikel, τὸ παράπαν; Her. τὸ π. οὐδὲν ὁμοῖον, 1, 32. 61; τὸ π. ἀμείνους τὰ πολεμικά, Thuc. 6, 80; ἐπὶ διηκόσια τὸ παράπαν, durchaus an, d. i. wenigstens 200, Her. 1, 193; Thuc. 6, 80 u. öfter; οὐκ εἰμὶ τὸ παράπαν ἄθεος, Plat. Apol. 26 c; Theaet. 189 a u. öfter, u. Folgde überall.

Greek (Liddell-Scott)

παράπᾰν: Ἐπίρρ., ἀντὶ παρὰ πᾶν, παντελῶς, καθόλου, παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν ἀείποτε μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ π. Ἡρόδ. 1. 61, Θουκ. 6. 80, κλ. 2) συχν. μετὰ τοῦ ἀρνητ., τὸ π. οὐδέν, οὐδόλως, Ἡρόδ. 1. 32· τὸ π. οὐδὲ Ἀριστοφάν. Πλ. 17, Ἰσοκρ. 365E, κλ.· μὴ ζητεῖν αὐτὴν ... τὸ π. Πλάτ. Θεαίτ. 187A· οὔκ εἰμι τὸ π. ἄθεος ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 26C· φωνὴν οὐκ ἔχειν ἰχθὺν γέ φασι τὸ παράπαν Φερεκράτ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 3· οὕτω μετ’ ἀρνητ. ῥήματ. τὸ π. ἀρνούμενος Ἀντιφῶν 123. 13, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 26C. 3) ἐπὶ ἀριθμοῦ, ἐπὶ διηκόσια τὸ παράπαν, κατὰ μέσον ὅρον, οὐχὶ ὀλιγώτερα τῶν διακοσίων, Ἡρόδ. 1. 193· οὐδὲ πεντήκοντα δραχμῶν τὸ π. Δημ. 1279. 22.

French (Bailly abrégé)

adv.
d’ordinaire avec l’article;
τὸ παράπαν tout-à-fait, entièrement ; ἐπὶ διηκόσια τὸ παράπαν HDT absolument vers 200, càd 200 au moins.
Étymologie: παρά, πᾶς.

Greek Monolingual

ΝΑ
επίρρ. (συν. με άρνηση και με το άρθρο το) ουδόλως, καθόλου («οὐκ εἰμὶ τὸ παράπαν ἄθεος», Πλάτ.)
αρχ.
1. ολωσδιόλου, τελείως («ἀπαλλάσσετο ἐκ τῆς χώρης τὸ παράπαν», Ηρόδ.)
2. κατά μέσο όρο, περίπου («ἐπι διηκόσια τὸ παράπαν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πᾶν].

Greek Monotonic

παράπᾰν: επίρρ., αντί παρὰ πᾶν,
1. ολότελα, απόλυτα, γενικά με άρθρο, τὸ παράπαν οὐδέν, καθόλου, τίποτα, σε Ηρόδ.· οὔκ εἰμι τὸ παράπαν ἄθεος, σε Πλάτ.
2. λέγεται σε υπολογισμούς, ἐπὶ διηκόσια τὸ παράπαν, περίπου διακόσια κατά μέσο όρο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

παράπᾱν: (τό) adv. вообще, совершенно, вполне, сплошь Her., Thuc. etc.: τὸ π. οὐδέν Her. вообще (решительно) ничего; ἐπὶ διηκόσια τὸ π. Her. вообще (обыкновенно) двести, т. е. не ниже двухсот.

Middle Liddell

[for παρὰ πᾶν]
1. altogether, absolutely, generally with Art., τὸ π. Hdt., Thuc., etc.:—with a negat., τὸ π. οὐδέν not at all, Hdt.; οὔκ εἰμι τὸ π. ἄθεος Plat.
2. in reckoning, ἐπὶ διηκόσια τὸ παράπαν up to two hundred altogether, Hdt.