συγκυκάω

From LSJ
Revision as of 18:35, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκῠκάω Medium diacritics: συγκυκάω Low diacritics: συγκυκάω Capitals: ΣΥΓΚΥΚΑΩ
Transliteration A: synkykáō Transliteration B: synkykaō Transliteration C: sygkykao Beta Code: sugkuka/w

English (LSJ)

A throw into a ferment, confound utterly, τὴν Ἑλλάδα Ar. Ach.531; mix confusedly, ἐς ταὐτὸν ὑμᾶς τρύβλιον Id.Pl.1108; τοιαῦτα σ. make such confusion, Pl.Lg.669d; make a κυκεών, Hp.Int.12:— Pass., to be thrown into confusion, Sabin. ap. Orib.9.20.6.

German (Pape)

[Seite 970] zusammenrühren, unter einander mengen; Ar. Ach. 505; τὰ τοιαῦτα ἐμπλέκοντες καὶ συγκυκῶντες, Plat. Legg. II, 669 d.

Greek (Liddell-Scott)

συγκῠκάω: ἐμβάλλω εἰς σύγχυσιν, συνταράσσω, τὴν Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Ἀχ. 531· ἀναμιγνύω καὶ συγχέω, ὁ Ζεύς... βούλεται ἐς ταὐτὸν ὑμᾶς συγκυκήσας τρύβλιον... ἐν βάραθρον ἐμβαλεῖν ὁ αὐτ. ἐν Π. 1107· τοιαῦτα ἐμπλέκοντες καὶ συγκυκῶντες, φέροντες σύγχυσιν, Πλάτ. Νόμ. 669D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mêler, bouleverser.
Étymologie: σύν, κυκάω.

Greek Monotonic

συγκῠκάω: μέλ. -ήσω, προκαλώ πλήρη σύγχυση, συνταράζω, ανακινώ, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

συγκῠκάω:
1) месить, мять: ἐς ταὐτὸν τρύβλιον σ. τινας Arph. размять в одной и той же посуде кого-л., т. е. превратить в бесформенную массу, раздавить;
2) приводить в смятение, потрясать (τὴν Ἑλλάδα Arph.);
3) смешивать (τὰ τοιαῦτα ἀλόγως Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κυκάω door elkaar mengen. overdr. helemaal in beroering brengen:. τὴν Ἑλλάδα Griekenland Aristoph. Ach. 531.

Middle Liddell

fut. ήσω
to confound utterly, Ar.