ἐκδακρύω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
A burst into tears, weep aloud, S.Ph.278, E.Ph.1344; of trees, exude drops of gum, J.BJ1.6.6, Plu.2.384b.
German (Pape)
[Seite 756] in Thränen ausbrechen, weinen; ποῖ' ἐκδακρῦσαι (δοκεῖς ἐμέ) Soph. Phil. 278; Eur. Phoen. 1344 u. Sp., wie Plut., der es auch von Pflanzen für »Harz ausschwitzen« gebraucht, de Is. et Os. 81.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδακρύω: χύνω πικρὰ δάκρυα, ποῖ’ ἐκδακρῦσαι (ἐνν. δάκρυα) Σοφ. Φ. 278, Εὐρ. Φοίν. 1344: - ἐπὶ δένδρων, δακρύω, στάζω ῥητίνην κτλ., Πλούτ. 2. 384Β.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. ἐξεδάκρυσα, inf. ἐκδακρῦσαι;
1 fondre en larmes;
2 laisser couler ou suinter.
Étymologie: ἐκ, δακρύω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῡ-]
I llorar esp. en aor. echarse a llorar ὥστ' ἐκδακρῦσαί γ', εἰ φρονοῦντ' ἐτύγχανεν E.Ph.1344 (cód.), cf. Or.1122, ἀκούσαντα δὲ τὸν Σπαρτιάτην ἐκδακρῦσαι Plu.Lys.29, cf. Dio 51, ὁ γὰρ Ὀδυσσεὺς τοῦ μὲν κυνὸς σαίνοντος ἐξεδάκρυσε Plu.2.475a
•c. ac. int. ποῖ' ἐκδακρῦσαι, ποῖ' ἀποιμῶξαι κακά; S.Ph.278
•en otros temas προσποίητά τε δάκρυα ... ἐκδακρύων Demad.89, ὀφθαλμοὶ ... ἐκδακρύουσι Ph.2.331.
2 fig., de la resina gotear, exudar τοῦτο (sc. βάλσαμον) ... κατὰ τὰς τομὰς ἐκδακρῦον I.BI 1.138
•tb. de los árboles resinosos llorar, sangrar τὰ φυτά Plu.2.384b.
II tr. llorar por, deplorar τὰ παρόντα Ph.1.418
•tb. c. ac. int. derramar lágrimas por πολλὰ ἐκδακρύσαντας τὴν σωματικὴν εὐθηνίαν Ph.1.438.
Greek Monolingual
ἐκδακρύω (Α)
1. χύνω πολλά δάκρυα, κλαίω γοερά
2. (για δέντρα) στάζω ρητίνη.
Greek Monotonic
ἐκδακρύω: μέλ. -σω, ξεσπώ σε δάκρυα, κλαίω, θρηνώ φωναχτά, μεγαλόφωνα, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκδακρύω:
1) начинать плакать, разражаться слезами, aor. (ἐξεδάκρῡσα) зарыдать Soph., Eur., Plut.;
2) источать сок (τὰ φυτὰ ἐκδακρύοντα Plut.).