ἀποπάσχω
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
opp. πάσχω, a Stoic term, A reject an impression, ἀπόπαθε ὅτι ἡμέρα ἐστί Arr.Epict.1.28.3.
German (Pape)
[Seite 318] (s. πάσχω), bei den Stoikern als Ggstz von πάσχω, sich vorstellen, daß etwas nicht sei, was doch ist, z. B. ἀπόπαθε, ὅτι ἡμέρα ἐστι, stelle dir vor, daß nicht Tag sei, Arr. Epict. 1, 28, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπάσχω: ἀντίθ. τῷ πάσχω, Στωϊκὸς ὅρος, φαντάζομαι ὅτι δὲν ὑπάρχει τι, ἐνῷ πράγματι ὑπάρχει, ἀπόπαθε ὅτι ἡμέρα ἐστί, φαντάσθητι ὅτι δὲν εἶναι ἡμέρα, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 28, 3.
Spanish (DGE)
rechazar una impresión, dejar de sentir ἀπόπαθε ὅτι ἡμέρα ἐστίν Arr.Epict.1.28.3.
Greek Monolingual
ἀποπάσχω (Α)
(όρος των Στωικών) απορρίπτω, αποβάλλω μια εντύπωση, φαντάζομαι ότι δεν υπάρχει κάτι.