ἔναντα

From LSJ
Revision as of 08:50, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔναντα Medium diacritics: ἔναντα Low diacritics: έναντα Capitals: ΕΝΑΝΤΑ
Transliteration A: énanta Transliteration B: enanta Transliteration C: enanta Beta Code: e)/nanta

English (LSJ)

(ἐνάντᾳ Tim.Pers.11), Adv. opposite, over against, c.gen., ἔ. Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ' Ἀπόλλων Il.20.67; τοὶ δ' ἔ. στάθεν Pi. N.10.66; τὸν δ' ἔ. προσβλέπειν νεκρόν S.Ant.1299 (lyr.); ἔ. ἐλθεῖν E. Or.1478 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 826] entgegen, gegenüber; τινὸς ἵστασθαι Il. 20, 67; ἔναντα στάθεν Pind. N. 10, 66; τὸν δ' ἔν. προσβλέπω, vor Augen sehen, Soph. Ant. 1284; ἐλθεῖν Eur. Gr. 1478; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἔναντα: ἐπίρρ., ἀπέναντι, κατέναντι, μετὰ γεν., ἔναντα Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ᾿ Ἀπόλλων Ἰλ. Υ. 67· τοὶ δ᾿ ἔναντα στάθεν Πινδ. Ν. 10. 123· τὸν δ᾿ ἔναντα προσβλέπω νεκρὸν Σοφ. Ἀντ. 1299· ἔναντα ἐλθεῖν Εὐρ. Ὀρ. 1478.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
en face ; ἔναντά τινος en face de qqn.
Étymologie: ἐν, ἀντί.

English (Autenrieth)

over against; τινός, Il. 20.67†.

English (Slater)

ἔναντα
   1 against, in opposition τοὶ δ' ἔναντα στάθεν (N. 10.66)

Spanish (DGE)

adv.
1 enfrente, delante τοὶ δ' ἔ. στάθεν ellos le hicieron frente Pi.N.10.67, τὸν δ' ἔ. προσβλέπω νεκρόν y contemplo enfrente otro cadáver habla Creonte, S.Ant.1299, ἔ. δ' ἦλθε Πυλάδας E.Or.1479, cf. AP 14.72, Q.S.8.141, ἔναντα· φανερῶς Hsch.
2 en uso prep., c. gen. delante de, en presencia de ἔ. Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ' Ἀπόλλων Il.20.67, οὐ βασιλῆος ἔ. μῦθον ἔφαν Q.S.2.178
frente a, en contra de ἀξιοῖς ἐμοῦ λέγειν ἔ.; Ar.Eq.342.

Greek Monolingual

ἔναντα (Α)
επίρρ. με γεν. ή δοτ. 1. απέναντι, αντίκρυ, κατά πρόσωποἔναντα Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ' Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ.)
2. κατά τον Ησύχ. «φανερῶς».

Greek Monotonic

ἔναντα: επίρρ., απέναντι, ακριβώς απέναντι, πρόσωπο με πρόσωπο, αντίκρυ, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· ἔν. προσβλέπειν νεκρόν, σε Σοφ.· ἔν. ἐλθεῖν, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἔναντα:
I adv. (на)против (στάθεν Pind.; ἐλθεῖν Eur.): ἐ. προσβλέπειν τινά Soph. видеть кого-л. перед собой.
II praep. cum gen. (на)против, лицом к лицу (ἔ. τινος ἵστασθαι Hom.).

Frisk Etymological English

ἔναντι, ἐναντίος See also: s. ἄντα and ἀντί.

Middle Liddell

adverb
opposite, over against, face to face, c. gen., Il.; ἔν. προσβλέπειν νεκρόν Soph.; ἔν. ἐλθεῖν Eur.

Frisk Etymology German

ἔναντα: ἔναντι, ἐναντίος
{énanta}
See also: s. ἄντα und ἀντί.
Page 1,509