ὁμοίως

From LSJ
Revision as of 08:21, 6 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source

English (Woodhouse)

alike, equally, similarly, together, at the same time, equally alike, in like manner

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search

French (Bailly abrégé)

semblablement, pareillement, de même que, dat. ou avec ὡς, ὥσπερ, καί.
Étymologie: ὅμοιος.

English (Slater)

similarly καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν (O. 8.56) ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως (Leutsch e Σ, ὁμοίως ὥσπερ καὶ σύ: ὅμως ὦν codd. nonnulli, om. cett.: just as well, Bundy, 1. 18) (O. 11.10) τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι (P. 8.6) τοῖς (sc. ἡττηθημένοις) οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη sc. as there is for you (P. 8.83) “ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντ” (P. 9.40) ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν (P. 9.78) τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ' ὁμῶς (N. 1.53) πλαγίαις δὲ φρένεσσιν οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ (sc. ὄλβος) (I. 3.6) θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες (I. 7.42)

English (Strong)

adverb from ὅμοιος; similarly: likewise, so.

English (Thayer)

(ὅμοιος), adverb (from Pindar, Herodotus down), likewise, equally, in the same way: Tr marginal reading brackets ὁμοίως); L T Tr WH; R G L Tr marginal reading; ὁ μισῶ); ὁμοίως καί, ὁμοίως δέ καί); R G L; R G; ὁμοίως μέντοι καί, ὁμοίως δέ καί, R G (where T omits; L brackets δέ καί; Tr brackets δέ; WH omits δέ and brackets καί); L brackets δέ), 4; L Tr marginal reading in R T Tr text WH ὁμοίως τέ καί; cf. Fritzsche, Romans , i., p. 77; (Winer's Grammar, 511 (531); Buttmann, § 149,8); ὁμοίως preceded by καθώς, Luke 6:31.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοίως: сходным образом, подобно, в равной степени, так же (точно): οὐκ ὁ. ἐκείνῳ Her. не в такой степени, как он; εὔνους τοῖς μάλισθ᾽ ὁ. Dem. чрезвычайно благожелательный; ἐπίσταμαι λέγειν ὅπου δεῖ σιγᾶν θ᾽ ὁ. Aesch. я знаю, где говорить, но также и (где) молчать; ὁ. μὲν τέκτων, ὁ. δὲ χαλκεύς Plat. будь то строитель, будь то медник.

Greek Monotonic

ὁμοίως: επίρρ. του ὅμοιος, βλ. ὅμοιος Β.

Chinese

原文音譯:Ðmo⋯wj 何妹哦士
詞類次數:副詞(30)
原文字根:有如 似的
字義溯源:照樣地,同樣地,也是這樣,雖然如此,這樣,一樣,類似,如此;源自(ὅμοιος)=好像);而 (ὅμοιος)出自(ὁμοῦ)=相同), (ὁμοῦ)又出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的)
出現次數:總共(30);太(3);可(2);路(11);約(3);羅(1);林前(3);來(1);雅(1);彼前(3);猶(1);啓(1)
譯字彙編
1) 照樣(12) 路3:11; 路10:32; 路10:37; 路17:28; 路17:31; 約5:19; 約21:13; 林前7:4; 來9:21; 彼前3:1; 彼前3:7; 彼前5:5;
2) 這樣(5) 太26:35; 可15:31; 路5:10; 路5:33; 啓8:12;
3) 如此(3) 路13:3; 羅1:27; 林前7:3;
4) 同樣(2) 路16:25; 林前7:22;
5) 也是這樣(1) 約6:11;
6) 一樣(1) 雅2:25;
7) 雖然如此(1) 猶1:8;
8) 同樣的(1) 路22:36;
9) 要照樣(1) 路6:31;
10) 是這樣(1) 太27:41;
11) 同樣地(1) 可4:16;
12) 是如此(1) 太22:26