ἀγυμνασία
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
English (LSJ)
ἡ, (γυμνάζω) want of exercise or training, Ar.Ra.1088, Arist.EN1114a24 ἀγυμναστία, ἡ, = foreg., Porph.Abst.1.35.
German (Pape)
[Seite 25] ἡ, Mangel an Uebung, Ungelenkigkeit, Ar. Ran. 1086; Arist. Nic. 3, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγυμνασία: ἡ, ἔλλειψις γυμνάσεως. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1088. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 15.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
défaut d'exercice, oisiveté.
Étymologie: ἀγύμναστος.
Spanish (DGE)
(ἀγυμνᾰσία) -ας, ἡ
falta de ejercicio, de entrenamiento Ar.Ra.1088, Arist.EN 1114a24, Gal.5.72, D.C.65.10.2.
Greek Monotonic
ἀγυμνᾰσία: ἡ (γυμνάσιον), έλλειψη εκπαίδευσης, ανυπαρξία εκγύμνασης, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγυμνᾰσία: ἡ необученность, неопытность, неискушенность Arph., Arst.