ἀπόγονος

From LSJ
Revision as of 17:09, 29 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">. δ" to ">.δ")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόγονος Medium diacritics: ἀπόγονος Low diacritics: απόγονος Capitals: ΑΠΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: apógonos Transliteration B: apogonos Transliteration C: apogonos Beta Code: a)po/gonos

English (LSJ)

ον, A born or descended from, Τλαύκου οὔτε τι ἀ. ἐστι has no descendant, Hdt.6.86.δ: in plural, descendants, Id.1.7, 4.148,al., Th.1.101; σαὶ . . ἀπόγονοι thy offspring, S.OC534 (lyr.): metaph., ἀ. τοῦ ἐφθαρμένου πνεύματος Hp.Ep.19 (Hermes53.65); ἀ. τέταρτος, ἕβδομος Paus.4.15.32: fem. ἀπογόνη Milet.3 No.176. II viable, Hp.Epid. 2.3.17.

German (Pape)

[Seite 299] abstammend, Her. 6, 86, 4; herkommend von etwas, δείπνων Luc. Gall. 23; ὁ, der Nachkomme, Her. 7, 150 u. Folgde; bes. Enkel, nach Ammon. von ἔκγονος, Sohn, unterschieden; ἀπόγονος τρίτος, Urenkel u. s. w.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόγονος: -ον, ὁ γεννηθεὶς ἢ καταγόμενος ἔκ τινος, ἀπόγονος ὡς καὶ νῦν, Λατ. oriundus, Γλαύκου νῦν οὔτε τι ἀπόγονόν ἐστι οὐδὲν οὔτ’ κτλ., οὔτε τι ὑπάρχει νῦν καταγόμενον ἀπ’ αὐτοῦ οὔτε κτλ., Ἡρόδ. 6. 86, 4· ἐν τῷ πληθ., ἀπόγονοι ὁ αὐτ. 1. 7., 4. 148, κ. ἀλλ., Θουκ. 1. 101· αὗται γὰρ ἀπόγονοι τεαί; τέκνα σου, ἐκ σοῦ γεννηθεῖσαι, (ὁ Jebb ἔχει: σαί τ’ εἴσ’ ἂρ’ ἀπόγονοι καί, καὶ ἄλλοι ἐκδόται ἄλλως) Σοφ. Ο. Κ. 534: - ἡ ἀπὸ τοῦ γεννήτορος ἀπόστασις ἐν κατιούσῃ τάξει διακρίνεται διὰ τακτικῶν ἀριθμ., πέμπτος ἀπόγονος αὐτοῦ Ἡρόδ. 7. 150. Θεοπόμπου δὲ Ἀρίστων ἀπόγονος ἕβδομος Παυσ. 4. 15, 3. Πρβλ. Ἀμμών, ἐν λέξει ἔκγονος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
né de, descendant.
Étymologie: ἀπογίγνομαι.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): ἀπύγονος IG 12(2).Suppl.7.2 (Mitilene)
I subst. hijo Hdt.6.86δ, σαὶ ... ἀπόγονοι tus hijas S.OC 534, καὶ οὗτος ἦν ἀπόγονος γιγάντων LXX 1Pa.20.6
descendiente gener. c. gen., Hdt.1.7, Μεμβλιάρεω ἀ. Hdt.4.148, cf. 150, τῶν παλαιῶν Μεσσηνίων Th.1.101, Χαλδαίων LXX Iu.5.6, τίνων ἦν ἀπόγονος cuál es su ascendencia Isoc.9.12, τοιούτων ἀνδρῶν D.21.148, cf. 43.76, Arist.EN 1097b12, IG l.c., de Ptolomeo SB 8545 A 4 (III a.C.), cf. Plb.4.35.14, Κρητῶν Plu.2.984a, FDE 2 b 12 (II d.C.), τοῦ Αἰνείου D.C.Epit.7.1.9, ἀ. τέταρτος descendiente en la cuarta generación Paus.4.15.3, cf. IP 8(3).10 (II d.C.)
bisnieto Νέρων ... θεοῦ Σεβαστοῦ ἀ. SIG 810.8 (Rodas I d.C.), cf. IM 183.4 (II d.C.).
II adj.
1 fig. producto, resultado ἐφθαρμένου πνεύματος Hp.Ep.19 en Hermes 53.1918.65, τὰ νοσήματα (τοῦ ἠέρος) ἀπόγονα Hp.Flat.5 (var.), τὰ δὲ λοιπὰ ἐκ τῶν (τοῦ ἀέρος) ἀπογόνων Hippol.Haer.1.7.1 (= Anaximen.A 7).
2 viable de fetos de 7 y 9 meses τὰ τικτόμενα ἀπόγονα γίνεται Hp.Epid.2.3.17, 6.8.6.

Greek Monolingual

ο (AM ἀπόγονος, -ον) γόνος
αυτός που έχει γεννηθεί ή κατάγεται από κάποιον
νεοελλ.
οι απόγονοι
1. οι κληρονόμοι, οι διάδοχοι
2. οι μεταγενέστεροι, οι μέλλουσες γενιές.

Greek Monotonic

ἀπόγονος: -ον (ἀπογίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από, απόγονος, Λατ. oriundus, σε Ηρόδ.· στον πληθ., οι απόγονοι, στον ίδ., Θουκ.· σαὶ ἀπόγονοι, οι απόγονοί σου, η φύτρα σου, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόγονος: II ὁ и ἡ потомок Her., Soph., Thuc., Xen.
ведущий свой род, происходящий, порожденный (τινος Her., Luc.).

Middle Liddell

ἀπογίγνομαι
born or descended from, Lat. oriundus, Hdt.: in plural descendants, Hdt., Thuc.; ἀπόγονοι τεαί thy offspring, Soph.

English (Woodhouse)

lineal descendant

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)