ἔγκυκλος
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
English (LSJ)
ον, A circular, δίνη Epicur.Ep.2p.52U.; round, Matro Conv.116, Ezek.Exag.77. Adv.-ως Gal.18(2).439. II ἔγκυκλον, τό, woman's upper garment, Ar.Th.261, Lys.113; ἐ. ποικίλον IG2.754.48. III ἔγκυκλα· τὰ ἐγκυκλούμενα τῷ βίῳ καὶ συνήθη, Hsch.
German (Pape)
[Seite 711] = ἐγκύκλιος, kreisförmig, rund; πλακοῦς Matro bei Ath. IV, 137 b; Ep. ad. 420 (IX, 21); – τὸ ἔγκυκλον, ein Oberkleid der Frauen, Ar. Th. 261 Lys. 113. 1162; Ael. V. H. 7, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκυκλος: -ον, κυκλικός, στρογγύλος, μέγαν ἔγκυκλον... πλακοῦντα Μάτρων παρ’ Ἀθην. 137Β, Ἀριστ. περὶ Ξενοφάν. 2. 14. ΙΙ. ἔγκυκλον, τό, γυναικεῖον ἱμάτιον, «ἰστέον δὲ ὅτι, καθάπερ ὁ ἑανὸς οὕτω καὶ τὸ ἔκκυκλον ἢ ἔγκυκλον, οὗ καὶ ὁ κωμικὸς μέμνηται, γυναικεῖον ἦν ποτε φόρημα, φησὶ γοῦν Παυσανίας ὅτι ἔγκυκλον περιπόρφυρον ἱμάτιον καὶ χιτὼν γυναικεῖος, ὃν ἔνδοθεν ἐνδύονται γυναῖκες, εἶτα τὸ ἔνδυμα» (Εὐστ. Ἰλ. 976. 13), Ἀριστοφ. Θεσμ. 261, Λυσ. 113, Συλλ. Ἐπιγρ. 115. 50.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est en cercle, rond ; τὸ ἔγκυκλον sorte de vêtement de femme.
Étymologie: ἐν, κύκλος.
Spanish (DGE)
-ον
I 1circular, que gira en círculo δίνη ἀέρος ἔ. Epicur.Ep.[3] 112
•en medic. un tipo de vendaje circular Gal.18(2).732.
2 redondo πλακοῦς Matro SHell.534.115, περίδρομος Ath.Mech.13.7
•fig. βάρος πέτρης ... ἔγκυκλον de una rueda de molino AP 9.21 (Anon.)
•en uso pred. en círculo ἐγὼ δὲ εἰσεῖδον γῆν ἅπασαν ἔγκυκλον y yo contemplé la tierra en todo su perímetro Ezech.77.
3 con dibujo de círculos o lunares (ταινίαι) PCair.Zen.696.5 (III a.C.).
II subst.
1 τὸ ἔ. bata o ropón de mujer τοὔγκυκλον Ar.Ec.536, cf. Lys.113, 1162, Th.261, Fr.332.8, ποικίλον IG 22.1514.48 (IV a.C.), cf. Ael.VH 7.9, Poll.7.53, Phot.s.u. παράπηχυ.
2 dibujo de círculos ταπήτιν μετὰ τῶν ἐγκύκλων SB 14625.7 (V/VI d.C.).
3 ἔγκυκλα· τὰ ἐγκυκλούμενα τῷ βίῳ, καὶ συνήθη Hsch.
III adv. -ως en círculo, en redondo πάντες οἱ περιέχοντες ἐ. σύνδεσμοι Gal.18(2).439, cf. 729, 731.
Greek Monolingual
ἔγκυκλος, -ον (AM)
κυκλικός, στρογγυλός
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ἔγκυκλος
η εγκύκλιος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκυκλον
γυναικείο ιμάτιο.