κατοικοδομέω

From LSJ
Revision as of 19:21, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικοδομέω Medium diacritics: κατοικοδομέω Low diacritics: κατοικοδομέω Capitals: ΚΑΤΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: katoikodoméō Transliteration B: katoikodomeō Transliteration C: katoikodomeo Beta Code: katoikodome/w

English (LSJ)

A build upon or in a place, τι δημόσιον X.Ath.3.4; τὰς ὁδούς Arist.Ath.50.2:—Pass., of the place, to be built on, LXX Ge.36.43, Str.5.4.5. II squander in building, Plu.Publ.15 (but simply, use in building, πλίνθου τῆς -δομηθείσης PPetr.3p.141 (iii B.C.)). III shut up in a house, Is.8.41 (s.v.l.), cf. Harp.s.v. κατῳκοδόμησε. 2 Pass., to be built up. blocked up, σανίσι D.C.66.25.

German (Pape)

[Seite 1403] bebauen, ein Gebäude worauf errichten, Xen. Ath. 3, 4; τῶν χωρίων κατοικοδομηθέντων Strab. V, 245; – verbauen, einsperren, Is. 8, 41, nach Harpocr. κατέκλεισεν εἰς οἴκημα.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικοδομέω: οἰκοδομῶ ἐπί τινος ἢ ἔν τινι τόπῳ, οἰκοδομῶν καταλαμβάνω τι, Ξεν. Ἀθην. 3. 4.― Παθ., ἐπὶ τόπου, οἰκοδομοῦμαι ἐπί τινος, Στράβ. 245. ΙΙ. οἰκοδομῶν φθείρω, δηλ. δαπανῶ, σπαταλῶ εἰς οἰκοδομάς, Πλουτ. Ποπλικ. 15· ἴδε κατὰ Ε. VI. ΙΙΙ. κλείω δι’ οἰκοδομῶν, Ἰσαῖ. 73. 34.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 couvrir de constructions;
2 dissiper en constructions.
Étymologie: κατά, οἰκοδομέω.

Greek Monotonic

κατοικοδομέω: μέλ. -ήσω,
I. χτίζω πάνω σε ή μέσα σε τόπο, σε Ξεν.
II. φθείρω οικοδομώντας, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κατοικοδομέω:
1) покрывать строениями, застраивать (τὸ δημόσιον Xen.);
2) тратить все средства на постройки Plut.;
3) запирать, заключать (τινα Isae.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-οικοδομέω met bouwen verspillen.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to build upon or in a place, Xen.
II. to build away, i. e. to squander in building, Plut.