μεθιδρύω
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
place differently, transpose, ἐπὶ τἀναντία τὸν βίον Pl. Lg. 904e; — Med., migrate, Arist. Ath. 19.2, DH. 6.52; — Pass., keep moving, ἄλλοθεν ἀλλαχόσε Plu. Ages. 11.
German (Pape)
[Seite 112] (s. ἱδρύω), umsetzen, verändern, τὸν βίον ἐπὶ τἀναντία, Plat Legg. X, 904 e. – Med. sich von einem Orte weg nach einem andern hinbegeben, ἀλλαχόσε, Plut. Ages. 12; Polyaen. 6, 52; auch τὰς συμφοράς, mit sich nach einem andern Orte hinnehmen, D. Hal. 6, 52.
Greek (Liddell-Scott)
μεθιδρύω: τοποθετῶ διαφόρως, μεταθέτω, μετατοπίζω, ἐπὶ τἀναντία Πλάτ. Νόμ. 904Ε. - Μέσ., παραλαμβάνω μετ’ ἐμαυτοῦ εἰς ἄλλον τόπον, Διον. Ἁλ. 6. 52· - Παθ., ἐξακολουθῶ μετακινούμενος, μετατοπίζομαι συνεχῶς, ἄλλοθεν ἀλλαχόσε Πλουτ. Ἀγησίλ. 11.
French (Bailly abrégé)
propr. déplacer, transposer, changer, acc.;
Moy. μεθιδρύομαι se déplacer, transporter sa résidence.
Étymologie: μετά, ἱδρύω.
Greek Monolingual
μεθιδρύω (Α)
1. μεταθέτω, μετατοπίζω («ἐπὶ τἀναντία μεθιδρύσασα τὸν ἑαυτῆς βίον», Πλάτ.)
2. μέσ. μεθιδρύομαι
α) παίρνω κάτι μαζί μου από έναν τόπο σε άλλο
β) αλλάζω θέση πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο, μετατοπίζομαι συνεχώς («ὑπέφευγεν ἄλλοθεν ἀλλαχόσε χώρας μεθιδρυόμενος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἱδρύω.
Greek Monotonic
μεθιδρύω: μέλ. -ύσω, τοποθετώ διαφορετικά, μεταθέτω, σε Πλάτ. — Παθ., βρίσκομαι σε συνεχή κίνηση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μεθιδρύω: переселять, перемещать (τι ἐπί τι Plat.; ἄλλοθεν ἀλλαχόσε μεθιδρυμένος Plut.).
Middle Liddell
fut. ύσω
to place differently, transpose, Plat.: —Pass. to keep moving, Plut.