πενταετηρίς
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A = πεντετηρίς I, Lycurg.102, Arist.Pol.1308b1, Tab.Heracl.1.105, etc.; = Lat. lustrum, Plb.6.13.3; = quinquennalia, D.C.54.19. II as adjective coming every fourth year, π. ἑορτά Pi.O.10(11).57, N.11.27; alone in same sense, Id.O.3.21, PMich.Zen.46.8 (iii B. C.), etc.
German (Pape)
[Seite 556] ἡ, fem. zum Folgdn, ἑορτά, Pind. Ol. 9, 59 N. 11, 27; fünf Jahre, Zeitraum von fünf Jahren, Lustrum, Pol. 6, 13, 3, Plut. u. A. Vgl. πεντετηρίς.
Greek (Liddell-Scott)
πενταετηρίς: -ίδος, ἡ, (ἔτος) = πεντετηρίς. Λυκοῦργ. 161. 40, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 82, 1603, 1749, κ. ἀλλ.· τὸ παρὰ Ρωμ. lustrum. Πολύβ. 6. 13, 3. ΙΙ. ὡς ἐπιθετ., ὁ κατὰ πᾶν πέμπτον ἔτος ἐπαναλαμβανόμενος, π. ἑορτὰ Πινδ. Ο. 10 (11). 70, Ν. 11. 35· ὡσαύτως καθ’ ἑαυτὸ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ὁν αὐτ. ἐν Ο. 3. 38. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 150.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
de cinq ans, qui revient tous les cinq ans, lustral ; ἡ πενταετηρίς, espace de cinq ans, lustre.
Étymologie: πενταετής.
English (Slater)
πενταετηρίς (-ίς, -ίδ(α).)
1 four yearly
a of the Olympic festival. πενταετηρίδ' ὅπως ἄρα ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε (O. 10.57) πενταετηρίδ' ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον κωμάσαις (N. 11.27) pro subs., πενταετηρίδ' θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ (O. 3.21)
b of the Pythian festival. πενταετηρὶς ἑορτὰ βουπομπός fr. 193.
Greek Monotonic
πενταετηρίς: -ίδος, ἡ (ἔτος), = πεντετηρίς, σε Αριστ.
II. ως επίθ., αυτός που έρχεται κάθε πέμπτο έτος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
πενταετηρίς: ίδος (ῐδ) adj. f справляемая каждое пятилетие (ἑορτά Pind.).
ίδος ἡ пятилетие Arst., Polyb., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πενταετηρίς -ίδος, ἡ [πενταέτηρος] periode van vijf jaar, lustrum; als adj. elk vijfde jaar.
Middle Liddell
πενταετηρίς, ίδος, ἡ, ἔτος
I. = πεντετηρίς, Arist.
II. as adj. coming every fifth year, Pind.