προσμίγνυμι
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
German (Pape)
[Seite 772] u. -μιγνύω (s. μίγνυμι), zumischen, beimischen, womit verbinden, τινί τι, übh. womit in Verbindung bringen, z. B. κράτει προσέμιξε δεσποταν, Pind. Ol. 1, 22, er verhalf dem Herrn zum Siege, verlieh ihm den Sieg; προσέμιξε κίνδυνον τῇ πόλει, Aesch. 3, 146; – intrans., οὐκ ἄρ' ἐκείνῳ γ' οὐδὲ προσμῖξαι θρασύ; Soph. Phil 106, sich ihm bewaffnet nähern; vgl. ποδὶ βοηδρόμῳ μέλαθρα προσμίξει, Eur. Or. 1291; προσέμιξεν ἄφαρ τοὔπος τὸ θεοπρόπον ὑμῖν, Soph. Trach. 818, wie Hom. sagt θέσφαθ' ἱκάνει, es trifft uns, geht an uns in Erfüllung, handgemein werden mit Einem, Her. 5, 64. 6, 112; τοῖς ὁπλίταις οὐκ ἠδυνήθησαν προσμῖξαι, Thuc. 4, 33; Folgde, wie Pol. 1, 28, 8 u. öfter; vom Orte, hinzugehen, sich nähern, bes. anlanden, τῇ Νάξῳ, τῇ Ἀσίῃ, Her. 6, 96. 7, 168. 8, 130; προσέμιξαν τῷ τείχει τῶν πολεμίων, Thuc. 3, 22, u. öfter; ἔτι προσμίξωμεν ἐγγύτερον ἐπὶ τοὺς μήπω βεβασανισμένους, Plat. Polit. 290 c; auch ἀρετῇ θείᾳ προσμίξασα, Legg. X, 904 d; Sp.; τοῖς τόπ οις, τῇ χώρᾳ, Pol. 3, 42, 1. 1, 37, 1. – Auch πρὸς τὰ ὅρια, Xen. Cyr. 2, 4, 21; An. 4, 2, 16 u. Sp., wie.Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προσμίγνῡμι: Πλάτ. Νόμ. 878Β, ἢ συνηθέστερον προσμίσγω, ἴδε κατωτ.: μέλλ. -μίξω, ἀόρ. -έμιξα. Ἑνώνω, συνάπτω ἢ προσπελάζω τι εἴς τι, τῇ θαλάττῃ τὴν πόλιν Πλουτ. Ἀλκιβ. 15· προσμίξας τῷ ποταμῷ τὸ δεξιὸν (δηλ. κέρας) Ἀρτοξ. 8· ― μεταφορ., πρ. δεσπόταν κράτει, ἄγω αὐτὸν εἰς βεβαίαν νίκην, Πινδ. Ο. 1. 34· καὶ τἀνάπαλιν, πρ. κίνδυνόν τινι Αἰσχίν. 74. 24· πρβλ. πελάζω Β. ΙΙ. ἀμετάβατ., συναναστρέφομαι, πλησιάζω τινά, ἐκείνῳ γ’ οὐδὲ προσμῖξαι Σοφ. Φιλ. 106· Ζηνὶ προσμίξων Εὐρ. Ἀποσπ. 903· ― ἐπὶ πραγμάτων, ὅρος ὅρῳ προσμιγνὺς Πλάτ. Νόμ. 878Β· ψυχὴ ἀρετῇ θείᾳ προσμίξασα αὐτόθι 904D· προσέμιξεν… τοὖπος ἡμῖν, ἦλθεν αἰφνιδίως εἰς ἡμᾶς, Σοφ. Τρ. 821· ― ἐπεὶ προσέμιξεν ἐγγὺς τοῦ στρατεύματος, ἦλθε πλησίον…, Θουκ. 4. 93, πρβλ. 7. 41· ἐγγύτερον ἐπί τινα Πλάτ. Πολιτ. 290C· αὐτοῖς ἐγγύθεν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 783Β. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ἐπέρχομαι ἐναντίον τινός, συναντῶμαι μετά τινος ἐν μάχῃ, προσέμιξαν τοῖσι βαρβάροισι Ἡρόδ. 6. 112, πρβλ. 5. 64, κτλ.· οὕτω, πρὸς ἀταξίαν τοιαύτην… ὀργὴν προσμίξωμεν Θουκ. 7. 68· ― ἀπολ., μάχομαι, ὅπῃ προσμίξειαν Ξεν. Κύρ. 5. 4, 46· οἱ τελευταῖοι… προσέμιξαν, προσῆλθον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 2, 16· οἱ Σκύθαι ἄποροι προσμίσγειν, δύσκολον εἶναι νὰ συμπλακῇ τις πρὸς αὐτοὺς ἐκ τοῦ συστάδην, Ἡρόδ. 4. 46. 3) ἔρχομαι ἢ ὑπάγω πλησίον… προσέμιξαν τῷ τείχει τῶν πολεμίων Θουκ. 3. 22· προσέμισγον τῷ ζεύγματι ὁ αὐτ. 7. 70· οὕτω, προσέμισγον πρὸς τὰς ἐπάλξεις ὁ αὐτ. 3. 22· ἀλλά, πρὸς τὰς ἐντὸς [[[νέας]]] προσμῖξαι, νὰ ἐγγίσωσι πρός..., ὁ αὐτ. 7. 22, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 4, 21· εἰς… Πλουτ. Νικ. 17· ποιητικ. μετ’ αἰτ., μέλαθρα πρ. Εὐρ. Ὀρ. 1290. 4) προσέμιξαν τῇ Νάξῳ, τῇ Πελοποννήσῳ, τῇ Ἀσίῃ, ἔφθασαν, ἠγκυροβόλησαν, ἀπεβιβάσθησαν εἰς..., Ἡρόδ. 6. 96., 7. 168., 8. 130· τῷ Τάραντι προσμίσγειν Θουκ. 6. 104, πρβλ. 1. 46.
French (Bailly abrégé)
f. προσμείξω, ao. προσέμειξα;
I. tr. mêler à ; unir à, joindre à, approcher de : τῇ θαλάττῃ τὴν πόλιν PLUT relier la ville à la mer;
II. intr. se mêler à :
1 se joindre à, lier société avec, avoir commerce avec, τινι;
2 en venir aux mains avec, attaquer, dat. ou πρός et l'acc.;
3 se réunir à;
4 se rapprocher de, τινι;
5 parvenir à, entrer dans, acc. ; particul. aborder en parl. de navires, τινι ; avec un suj. de chose : προσέμειξεν τοὖπος ἡμῖν SOPH cette parole est venue jusqu’à nous.
Étymologie: πρός, μίγνυμι.
Greek Monotonic
προσμίγνῡμι: ή -μίσγω, μέλ. -μίξω, αόρ. αʹ -έμιξα·
I. ανακατεύω ή ενώνω με, συνάπτω, τί τινι, σε Πλούτ.· μεταφ., προσμίγνυμι δεσπόταν κράτει, τον οδηγώ σε σίγουρη νίκη, σε Πίνδ.· και αντιστρόφως, προσμίγνυμι κίνδυνόν τινι, σε Αισχίν.
II. 1. αμτβ., συναναστρέφομαι με, πλησιάζω, τινι, σε Σοφ.· λέγεται για πράγματα, προσέμιξεν τοὖπος ἡμῖν, ήρθε ξαφνικά κατά πάνω μας, στον ίδ.
2. με εχθρική σημασία, βαδίζω ενάντια, συναντώ στη μάχη, συμπλέκομαι, τινί, σε Ηρόδ.· πρός τινα, σε Θουκ.· απόλ., μάχομαι, σε Ξεν.· ἄποροι προσμίσγειν, είναι δύσκολο να συμπλακεί κανείς με αυτούς από κοντά, σε Ηρόδ.
3. έρχομαι ή πηγαίνω κοντά σε, προσέμιξαν τῷτείχει, σε Θουκ.· πρὸς τὰς ἐπάλξεις, στον ίδ.· αλλά, πρὸς τὰς ἐντὸς (νέας) προσμῖξαι, να πλησιάσουν και να ενωθούν με αυτές, στον ίδ.· προσέμιξεν ἐγγὺς τοῦ στρατεύματος, ήρθε κοντά, προσέγγισε το στράτευμα, στον ίδ.· ποιητ. με αιτ., μέλαθρα προσμίγνυμι, σε Ευρ.
4. προσέμιξαν τῇ Νάξῳ, τῇ Πελοποννήσῳ, αποβιβάστηκαν, αγκυροβόλησαν, σε Ηρόδ.· τῷ Τάραντι προσμίσγειν, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσμίγνυμι zie προσμείγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
προσμίγνῡμι: προσμιγνύω, Her., Thuc. προσμίσγω
1) досл. примешивать, перен. приближать, связывать, присоединять (τὴν πόλιν τῇ θαλάττῃ Plut.): π. κίνδυνον τῇ πόλει Aeschin. подвергать город опасности; π. τινα κράτει Pind. приводить кого-л. к победе;
2) приближаться, соединяться, соприкасаться: προσμῖξαί τινι Soph. подойти к кому-л.; προσμίξας πρὸς τὰ ὅρια Xen. вплотную подойдя к границам; προσμίξωμεν ἐγγύτερον ἐπὶ τοὺς μήπω βεβασανισμένους Plat. подойдем поближе к тем, которых мы еще не рассмотрели; οὐ πάντων τῶν ὄντων ὅρος ὅρῳ προσμιγνύς Plat. не у всех вещей край соприкасается с краем, т. е. не все примыкает непосредственно друг к другу; ἄπορος προσμίσγειν Her. неприступный; προσέμιξεν τοὔπος ἡμῖν Soph. дошло до нас, т. е. сбылось (вещее) слово;
3) сходиться для (рукопашного) боя, вступать в сражение (τοῖσι βαρβάροισι Her.): προσμῖξαι πρός τι Thuc. сразиться с чем-л.;
4) подходить, прибывать, подплывать (τῇ Ἀσίῃ Her.; τῷ Τάραντι Thuc.);
5) нападать, атаковать, штурмовать (τῷ τείχει τῶν πολεμίων Thuc.; μέλαθρα Eur.).