ἀναείρω

From LSJ
Revision as of 13:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναείρω Medium diacritics: ἀναείρω Low diacritics: αναείρω Capitals: ΑΝΑΕΙΡΩ
Transliteration A: anaeírō Transliteration B: anaeirō Transliteration C: anaeiro Beta Code: a)naei/rw

English (LSJ)

lift up, of a wrestler, ἤ μ' ἀνάειρ', ἢ ἐγὼ σέ Il.23.724; ἀνάειρε δύω χρυσοῖο τάλαντα took them, carried them off, ib.614,778; ἀθανάτοισι φίλας ἀνὰ χεῖρας ἀείραι 7.130:—Med., lift up in one's arms, carry off, A.R.4.94:—Pass., arise, ἀνηέρθησαν ἄελλαι A.R.1.1078; of a ship, leave the stocks, Orph.A.268.

Spanish (DGE)

v. ἀναίρω.

German (Pape)

[Seite 187] in die Höhe heben, Hom. öfters; χεῖρας ἀθανάτοισι, die Hände zu den Göttern, Il. 7, 130 u. sp. D.; ἀναειρόμενος, med., Ap. Rh. 4, 94; ἀνηέρθησαν ἄελλαι, erhoben sich, 1, 1078.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναείρω: ἀνυψῶ, σηκώνω ἐπάνω ἀπὸ τὴν γῆν, ἐπὶ παλαιστοῦ, ἤ μ’ ἀνάειρ’ ἢ ἐγὼ σὲ Ἰλ. Ψ. 724· ἀνάειρε δύω χρυσοῖο τάλαντα, ἔλαβεν, αὐτόθι 614. 778· ἀθανάτοισι φίλας ἀνὰ χεῖρας ἀείραι, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου palmas ad sidera tendit, Ἰλ. Η. 130: - Μέσ., ἀνεγείρω, ἀναειρόμενος προσπτύξατο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 94. -Παθ., ἐγείρομαι, ἄελλαι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 107· ἐπὶ πλοίου, ἐπιπλέω, Ὀρφ. Ἀργ. 270.

French (Bailly abrégé)

1 lever, soulever, acc.;
2 enlever, emporter, acc..
Étymologie: ἀνά, ἀείρω.

English (Autenrieth)

(=ἀναίρω), aor. 1 ἀνάειρε, inf. ἀναει<<><>>ραι: lift up, Od. 8.298; said of wrestlers who try to ‘pick each other up,’ Il. 23.724, 725, 729; of ‘carrying off’ a prize received, Il. 23.614, 778.

English (Slater)

ἀνᾰείρω lift up ]ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε (supp. Lobel) (Pae. 20.10)

Greek Monolingual

ἀναείρω (Α)
1. σηκώνω ψηλά, ανυψώνω
2. μεταφέρω, παίρνω
3. μέσ. σηκώνω στα χέρια μου, αποκομίζω
4. παθ. ανυψώνομαι, σηκώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α)- + ἀείρω «σηκώνω»].

Greek Monotonic

ἀναείρω: μόνο στον ενεστ. και παρατ. ανασηκώνω, λέγεται για παλαιστή, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφέρω, απομακρύνω, τάλαντα, στο ίδ.

Middle Liddell

only in pres. and imperf.; ἀναερτάω is a lengthd. form of ἀν-αείρω, Anth.]
to lift up, of a wrestler, Il.; to carry off, τάλαντα Il.