ἐρέβινθος

From LSJ
Revision as of 11:06, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρέβινθος Medium diacritics: ἐρέβινθος Low diacritics: ερέβινθος Capitals: ΕΡΕΒΙΝΘΟΣ
Transliteration A: erébinthos Transliteration B: erebinthos Transliteration C: erevinthos Beta Code: e)re/binqos

English (LSJ)

(proparox.), ὁ, A chick-pea, chickpea, chick pea, Cicer arietinum, κύαμοι ἢ ἐ. Il.13.589, cf. Pl. R.372c; eaten as dessert, Xenoph.22.3, Ar.Pax1136, Crobyl.9, etc.; χρύσειοι ἐ. Sapph.30; κριὸς ἐρέβινθος, of a special variety, Sophil.8, cf.Thphr. HP8.5.1. II metaph., of the membrum virile, Ar.Ach.801, Ra. 545(lyr.); cf. κριθή IV. (Cf. ὄροβος, Lat. ervum.)

German (Pape)

[Seite 1022] ὁ (vgl. ὄροβος, ervum, Erbse), die Kichererbse, sowohl Frucht, Il. 13, 589, als Pflanze, Theophr.; καὶ κύαμοι Plat. Rep. II, 372 c, u. öfter Ar.; sie wurden auf Kohlen geröstet, Pax 1136; auch wie Mandeln u. Nüsse zum Wein gegessen, Xenophan. bei Ath. II, 54 d; Galen. – Übertr., τὸ αἰδοῖον τοῦ ἀνδρός, Ar. Ach. 801 Ran. 545.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρέβινθος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς, «ῥεβίθι», Λατ. cicer, Ἰλ. Ν. 589· οἱ ἐρέβινθοι ἐτρώγοντο ὡμοὶ (ὡς τὰ ἀμύγδαλα) ἢ ἡψημένοι (ὡς τὰ κάστανα), μετὰ τὸ φαγητὸν ὡς τράγημα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1136, κ. ἀλλ., Κρώβυλος κ. ἄλλοι παρ’ Ἀθην. 54Ε· ἐρ. καὶ κύαμοι Πλάτ. Πολ. 372C: - τὸ φυτόν, ἡ «ῥεβιθιά», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 3, 2, κτλ. ΙΙ μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἀνδρικοῦ αἰδοίου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 801, Βάτρ. 545, Ἡσύχ., πρβλ. κριθὴ IV. (Συγγενὲς τῷ ὄροβος, Λατ. ervum, Παλαιο-Γερμ. araw-eiz (Γερμ. Erbse).)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 pois chiche (fruit et plante);
2 p. anal. c. πόσθη.
Étymologie: cf. ὄροβος, lat. ervum.

Greek Monolingual

ο (AM ἐρέβινθος)
1. το φυτό ρεβιθιά
2. ο καρπός της ρεβιθιάς, το ρεβίθι
μσν.
(με προσωποποίηση του ουσ.) Ερέβινθος
Ρέβιθος
αρχ.
μτφ. το ανδρικό μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ινθος, πιθ. δάνειο μιας μεσογειακής γλώσσας, και συνδέεται αφ’ ενός με τη λ. όροβος και αφ’ ετέρου με λατ. ervum «όροφος, φακή», αρχ. άνω γερμ. araweiz «μπιζέλι», αν και το w τών τύπων δεν αντιστοιχεί προς το β του ελλ. τύπου ερέβινθος. Είναι πιθανόν εξάλλου η λ. να προέρχεται από κάποιο ιδίωμα της Μικράς Ασίας ή της Α. Μεσογείου, όπου πρωτοεμφανίστηκε το φυτό].

Greek Monotonic

ἐρέβινθος: ὁ, είδος ξηρού καρπού, ρεβίθι, Λατ. cicer, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· πρβλ. ὄροβος.

Russian (Dvoretsky)

ἐρέβινθος:
1) турецкий горох (Cicer arietinum) Plat., Arst., Plut.;
2) шутл. = membrum virile Arph.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: chick-pea (Il.).
Derivatives: Deminut. ἐρεβίνθιον (pap.) and ἐρεβινθώδης (Thphr.), ἐρεβίνθειος (Zen.), ἐρεβινθιαῖος (Dsk.), ἐρεβίνθινος (H., Phot., Suid.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eastmediterr.?
Etymology: To ὄροβος id. (s. v.) with the Pre-Greek suffix -ινθος (Schwyzer 526, Chantraine Formation 370; s. also Kretschmer Glotta 30, 133). Further to Lat. ervum a kind of vetch, with which some Celtic and Germanic words for pea etc. are compared: OHG araweiz, arwiz pea, MIr. orbaind grain. The word may come from the eastern Mediterranean area, s. W.-Hofmann ervum. Cf. also (-ινθος < *-ιθος to -weiz in ara-weiz?) Kuiper Μνήμης χάριν 1, 217f., Deroy Glotta 35, 180ff. - Skt. aravinda- n. lotus flower does not belong here; cf. Mayrhofer Wb. s. v.

Middle Liddell

ἐρέβινθος, ὁ,
a kind of pulse, chick pea, Lat. cicer, Il., Ar. Cf. ὄροβος.

Frisk Etymology German

ἐρέβινθος: {erébinthos}
Grammar: m.
Meaning: Kichererbse (seit Il.).
Derivative: Davon das Deminutivum ἐρεβίνθιον (Pap.) und die ebenfalls vereinzelt belegten ἐρεβινθώδης (Thphr.), -ειος (Zen.), -ιαῖος (Dsk.), -ινος (H., Phot., Suid.).
Etymology: Ohne Zweifel zu ὄροβος Kichererbse (s. d.) mit dem fremden Suffix -ινθος (Schwyzer 526, Chantraine Formation 370; s. noch Kretschmer Glotta 30, 133). In Betracht kommt ferner lat. ervum eine Art Wicke, womit einige keltische und germanische Wörter für Erbse zusammengestellt werden: ahd. araweiz, arwiz Erbse, mir. orbaind Körner. Das Wort stammt wahrscheinlich aus dem ostmediterranen Raum, s. W.-Hofmann ervum. Nach v. Windekens Le Pélasgique 11 usw. pelasgisch. Weitere unsichere Hypothesen (-ινθος < *-ιθος zu -weiz in ara-weiz?) bei Kuiper Μνήμης χάριν 1, 217f., Deroy Glotta 35, 180ff. — Aind. aravinda- n. Lotusblume gehört nicht hierher; vgl. Mayrhofer Wb. s. v.
Page 1,549-550