δαπανηρός

From LSJ
Revision as of 19:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰπᾰνηρός Medium diacritics: δαπανηρός Low diacritics: δαπανηρός Capitals: ΔΑΠΑΝΗΡΟΣ
Transliteration A: dapanērós Transliteration B: dapanēros Transliteration C: dapaniros Beta Code: dapanhro/s

English (LSJ)

ά, όν, of men,
A lavish, extravagant, costly, Pl.R.564b, X.Mem.2.6.2; εἰς ἑαυτόν, εἰς ἀκολασίαν, Arist.EN1123a4, 1119b31.
II of things, expensive, πόλεμος D.5.5; λειτουργία Arist. Pol.1309a18, cf. EN1122a21: Comp. δαπανηρότερα, λειτουργήματα Jul. Or.1.21d. Adv. δαπανηρῶς = at great expense X.HG6.5.4.
III consuming, πῦρ Ph.2.91.

Spanish (DGE)

-ά, -όν
I 1de pers. gastador, pródigo τὸ τῶν ἀργῶν τε καὶ δαπανηρῶν ἀνδρῶν γένος Pl.R.564b, cf. X.Mem.2.6.2, D.39.26, οὐ γὰρ εἰς ἑαυτὸν δ. ἀλλ' εἰς τὰ κοινά Arist.EN 1123a4, τοὺς ... εἰς ἀκολασίαν δαπανηρούς los que gastan con desenfreno Arist.EN 1119b31, cf. Plu.Per.36, Vett.Val.374.33.
2 de cosas dispendioso, costoso, caro λειτουργία Arist.Pol.1309a18, (πράξεις) Arist.EN 1122a22, πόλεμος D.5.5, Plu.Arist.24, δαπανηρότερα τούτων σοφιζόμενος maquinando cosas más costosas que ésas Plu.Alex.72, εἰκόνες D.C.52.35.3, Iul.Or.1.21d, δάπανος γὰρ (τουτέστι δαπανηρά) ἡ ἐλπίς Sch.Th.5.103, δοκεῖ γὰρ δαπανηρὸν εἶναι ἵππους τρέφειν Sch.Ar.Nu.12c.
3 destructor πῦρ Ph.2.91.
II adv. δαπανηρῶς = pródigamente, μὴ δαπανηρῶς = sin mucho gasto X.HG 6.5.4, πρυτανεύσαντα δὶς δ. TAM 2.197, cf. 834.7 (ambas Licia, imper.).

German (Pape)

[Seite 522] 1) Aufwand machend, verschwenderisch, Plat. Rep. VIII, 564 b; Xen. Mem. 2, 6, 2 u. Folgde. – 2) von Sachen, Aufwand erfordernd, kostspielig, πόλεμος Dem. 5, 5; λειτουργίαι Arist. Pol. 5, 8. – Adv., Xen. Hell. 6, 5, 4.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 dépensier, prodigue;
2 dispendieux, coûteux.
Étymologie: δαπάνη.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰπᾰνηρός: -ά, -όν, ἐπὶ ἀνθρώπων, δαψιλής, πλουσιοπάροχος, ἄσωτος, Πλάτ. Πολ. 564Β, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 2· εἰς ἑαυτὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 15, πρβλ. 4. 1, 3 καὶ 35. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πολυδάπανος, πολλὴν δαπάνην ἀπαιτῶν, Λατ. sumptuosus, πόλεμος Δημ. 58. 6· λειτουργία Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 20, πρβλ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 1. ― Ἐπίρρ. –ρῶς Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 4.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δαπανηρός, -ά, -όν) δαπάνη
1. όποιος απαιτεί μεγάλη δαπάνη ή πολλά έξοδα
2. (για πρόσωπα) αυτός που ξοδεύει πολλά, ο σπάταλος
αρχ.
φρ. «δαπανηρὸν πῡρ» — φωτιά που εξαφανίζει, που καταστρέφει.

Greek Monotonic

δᾰπᾰνηρός: -ά, -όν (δαπανάω),
I. λέγεται για πρόσ., σπάταλος, πολυδάπανος, σε Πλάτ., Ξεν.
II. λέγεται για πράγματα, ακριβός, με υψηλή τιμή, πολυτελής, πολυέξοδος, σε Δημ., Αριστ.· επίρρ. δαπανηρῶς, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δᾰπᾰνηρός: 3
1) требующий больших затрат, дорого стоящий, разорительный (πόλεμος Dem.; πράξεις, λειτουργίαι Arst.);
2) любящий тратить, расточительный Xen., Plat., Arst., Dem.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαπανηρός -ά -όν [δαπάνη] verkwistend:. τοὺς... εἰς ἀκολασίαν δαπανηρούς lieden die om hun onmatigheid te bekostigen verkwistend zijn Aristot. EN 1119b31. kostbaar:. δ. λειτουργία een kostbare publieke dienst Aristot. Pol. 1309a18.

Middle Liddell

δαπανάω
I. of men, lavish, extravagant, Plat., Xen.
II. of things, expensive, Dem., Arist.:—adv. -ρῶς, Xen.

English (Woodhouse)

costly, expensive, extravagant, spending too much

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)