πρώτιστος

From LSJ
Revision as of 08:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρώτιστος Medium diacritics: πρώτιστος Low diacritics: πρώτιστος Capitals: ΠΡΩΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: prṓtistos Transliteration B: prōtistos Transliteration C: protistos Beta Code: prw/tistos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον h.Cer.157:—poet. and late Prose Sup. of πρῶτος, the very first, Il.2.228, 16.656, Od.19.447; πολὺ π. Il.2.702, Od.14.220, etc.; ὁ π. χρόνος, opp. ὁ ἐνεστώς, PEleph.10.4 (iii B.C.); principal, primal, θεὰ π. Νύξ Phld.Piet.14; αἰτία Procl.Inst. 12; τῶν φύσει κρειττόνων π. ὁ δημιουργός Hierocl. in CA3p.424M., cf. Iamb.Comm.Math.4, al., Dexipp.Fr.32(b)J., Agath.3.2: neut. πρώτιστον as adverb, first of all, Od.10.462, 20.60, al., Pi.N.5.25, B.8.11, Ar.Lys.555, D.43.75, Antiph.98: also pl. πρώτιστα Il.1.105, Od.3.419, Hes.Op.109, A.Fr.195, S.OT1439, El.669, Ar.Pl.792; ἐπειδὴ π. now that, Alc.15.7; ὅτε π. when aforetime, Call.Aet.Oxy.2079.21; especially, principally, π. ἁλίσκεται ἐνταῦθα τὸ ὄψον Str.12.3.19: also τὸ π. E.Supp.430; τὰ π. Od.11.168.

German (Pape)

[Seite 804] p. superl. von πρῶτος, der allererste; Il. 2, 228. 16, 656; u. adv. πρώτιστα, 1, 105; πρώτιστα θεῶν ἱλάσσομ' Ἀθήνην, Od. 3, 419; τὰ πρώτιστα, 11, 168, zu allererst; auch Hes.; πρώτιστος ἐπέμιξε, Pind. P. 2, 32; πρώτιστον, N. 5, 25; πρώτιστα ἥξεις, Aesch. frg. 181; u. so auch Soph. Trach. 1171. 1439; εἰδέναι δέ σου πρώτιστα χρῄζω, El. 659; u. so adverbial auch Eur. im sing., Suppl. 430, u. im plur., 664; Parmenid. bei Plat. Conv. 178 b; vgl. auch Lob. Phryn. p. 419; auch zweier Endgn, κατὰ πρώτιστον ὀπωπήν, auf den allerersten Anblick, H. h. Cer. 157. – Einzeln auch in späterer Prosa, wie Nicom. arithm. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
le premier de tous ; neutre adv. • πρώτιστον ou • πρώτιστα, en premier lieu, premièrement ; • τὰ πρώτιστα OD m. sign.
Étymologie: Sp. de πρῶτος.

Greek (Liddell-Scott)

πρώτιστος: -η, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 157· - ποιητ. ὑπερθ. τοῦ πρῶτος, ὁ πρῶτος πάντων, Ἰλ. Β. 228., Π. 656, Ὀδ. Τ. 447· πολὺ πρώτιστος Ἰλ. Β. 702, Ὀδ. Ξ. 220· - ἀλλὰ συνηθέστατα ὁ Ὅμ. χρῆται τῷ οὐδ. πρώτιστον ὡς ἐπιρρήματι, πρὸ παντὸς ἄλλου, Ὀδ. Κ. 462., Υ. 60, κ. ἀλλ.· ὡς παρὰ τοῖς Ἀττ., Ἀριστοφ. Λυσ. 555, Δημ. 1076. 17, Ἀντιφάνης ἐν «Εὐπλοίᾳ» 1, κτλ.· - οὕτω καὶ πρώτιστα, Ἰλ. Α. 105, Ὀδ. Γ. 419, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 109· Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195, Σοφ. Ο. Τ. 1439. Ἠλ. 669, Ἀριστοφ. Πλ. 792· - οὕτω τὸ πρώτιστον Εὐρ. Ἱκ. 430· τὰ πρώτιστα Ὀδ. Λ. 168· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 419.

English (Autenrieth)

sup. to πρῶτος: first of all, chiefest.—Adv., πρώτιστον, πρώτιστα (πρώτισθ), Od. 11.168.

English (Slater)

πρώτιστος first of all ἥρως ἐμφύλιον αἶμα πρώτιστος ἐπέμειξε θνατοῖς (P. 2.32) n. s. pro adv., αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ (N. 5.25)

Greek Monolingual

-η, -ο / πρώτιστος, -ίστη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, και δωρ. τ. πράτιστος, -ίστη, -ον Α
(ως υπερθετικό του πρώτος)
1. ο πρώτος ανάμεσα σε όλους, ο πρώτος πρώτος
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρώτιστα
κυρίως, πρώτα πρώτα
νεοελλ.
1. συνεκδ. κυριότατος, ο πιο σημαντικός, ο πιο σπουδαίος
2. μτφ. κορυφαίος, ανώτατος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρώτιστα
ζωολ. το σύνολο τών ευκαρυωτικών μονοκύτταρων οργανισμών, δηλαδή αυτών που έχουν διάκριτο, κεχωρισμένο πυρήνα
αρχ.
1. πρωταρχικός, κύριος («πρωτίστη αἰτία», Πρόκλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρώτιστον
προπάντων, πρώτα πρώτα, κυρίως.
επίρρ...
πρωτίστως και πρώτιστα Ν
πρώτα πρώτα, κυρίως, προπάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρῶτος / πρᾶτος + κατάλ. -ιστος τών ανώμαλων υπερθ. (πρβλ. μέγιστος)].

Greek Monotonic

πρώτιστος: -η, -ον και -ος, -ον, ποιητ. υπερθ. του πρῶτος, αληθινά πρώτος, πρώτος από τους πρώτους, πρώτος όλων, σε Όμηρ.· πολὺ πρώτιστος, στον ίδ.· ουδ. πρώτιστον, ως επίρρ., πρώτα απ' όλα, σε Ευρ.· τὰ πρώτιστα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πρώτιστος: 3, редко 2 [superl. к πρῶτος (тж. πολὺ π. Hom.) самый первый, первейший: κατὰ πρώτιστον ὀπωπήν HH с первого же взгляда.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρώτιστος -η -ον, Dor. πράτιστος [πρῶτος] allereerst:; Ἕκτορι δὲ πρωτίστῳ ἀνάλκιδα θυμὸν ἐνῆκεν hij wekte bij Hektor als eerste lafheid op Il. 16.656; n. adv. πρώτιστον en πρώτιστα allereerst.

Middle Liddell

πρώτιστος, η, ον poet. Sup. of πρῶτος
the very first, first of the first, Hom.; πολὺ πρώτιστος Hom.: neut. πρώτιστον as adv. first of all, Od., Ar., etc.: —so πρώτιστα, Hom., attic; —τὸ πρώτιστον Eur.; τὰ πρώτιστα Od.