τώς
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
demonstr. Adv., answering to the interrog. πῶς, and to ὡς, A = ὥς, οὕτως, so, in this wise, Il.3.415, Od.19.234, Hes.Sc.219,478, Th.892. Parm.8.21; also in A.(chiefly lyr.), Th.484, Supp.68,670,691 (once in trim., Th.637, v. infr. ΙΙ); once in S. (Aj.841, a spurious passage); never in E. II = ὡς, as, S.Ichn.296, Ar.Ach.762 (Doric), A.Th.637, Epigr.Gr.992 (Balbilla); in PCair.Zen.73.15 (iii B. C.) ου τως (corrected to οὐδ' οὕτως above the line) stands for οὐδ' ὧς.
German (Pape)
[Seite 1167] demonstr. adv., dem fragenden πῶς entsprechend, = ὥς, οὕτως, so, auf diese Art, dem ὡς entsprechend; τὼς δέ σ' ἀπεχθήρω, ὡς νῦν ἔκπαγλ' ἐφίλησα, Il. 3, 415; Od. 19, 234; Hes. Sc. 219; Tragg., wie Aesch. Spt. 466. 619 Suppl. 66. 673; ὥςπερ εἰσορῶσ' ἐμὲ αὐτοσφαγῆ πίπτοντα, τὼς αὐτοσφαγεῖς ὀλοίατο, Soph. Ai. 829. – Dor. = οὗ, wo, Theocr. ep. 4, 1.
French (Bailly abrégé)
1dor. p. τούς, acc. pl. masc. de l'art. ὁ, ἡ, τό;
poét. p. τούς, acc. pl. masc. du relat. ὅς, ἥ, ὅ.
2adv. démonstr.
ainsi, de cette façon : τὼς… ὡς IL, OD de la façon… que, ainsi… comme ; ὥσπερ… τώς SOPH comme… ainsi.
Étymologie: th. démonstr. το-, v. τό, τοῦτο, etc.
Greek (Liddell-Scott)
τώς: δεικτικὸν ἐπίρρ. = ὥς, οὕτως, κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον, ἀνταποκρινόμενον πρὸς τὸ ἐρωτημ. πῶς, καὶ πρὸς τὸ ἀναφορ. ὡς, τὼς δὲ σ’ ἀπεχθήρω ὡς νῦν ἔκπαγλ’ ἐφίλησα Ἰλ. Γ. 415· τὼς μὲν ἔην μαλακός, λαμπρὸς δ’ ἦν ἠέλιος ὣς Ὀδ. Τ. 234, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 219, 478· τὼς γάρ οἱ φρασάτην Θεογν. 892, Παρμεν. 76· ὡσαύτως παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Θήβ. 484, 637, ἐν Ἱκέτ. 69, 670, 691 ἅπαξ παρὰ Σοφοκλ. (Αἴ. 841, νόθον χωρίον)· οὐδαμοῦ παρ’ Εὐριπ. ΙΙ. Δωρικ. = οὗ, ὅπου, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 1.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
τώς: δεικτ. επίρρ. ὥς, οὕτως,
I. έτσι, κατ' αυτόν τον τρόπο, σε Όμηρ., Ησίοδ., Αισχύλ.
II. Δωρ. οὗ, όπου, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τώς Dor. voor τούς.
τώς aanw. adv., beantwoordt ὥς en πῶς ( interrog. ), zie ὡς.
Russian (Dvoretsky)
τώς:
I дор. (= τούς) acc. pl. к ὁ.
II дор. acc. pl. к ὅς.
III v.l. τῶς adv.
1) так: τ. …, ὡς Hom., Hes., Aesch. так …, как; ὥσπερ …, τ. Soph. как …, так;
2) дор. (= οὗ) где: τ. αἱ δρύες Theocr. где (растут) дубы.
Middle Liddell
= ὥς, οὕτως
I. demonstr. adv., so, in this wise, Hom., Hes., Aesch.
II. doric = οὗ, where, Theocr.