θάσσω

From LSJ
Revision as of 19:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάσσω Medium diacritics: θάσσω Low diacritics: θάσσω Capitals: ΘΑΣΣΩ
Transliteration A: thássō Transliteration B: thassō Transliteration C: thasso Beta Code: qa/ssw

English (LSJ)

Ep. θᾰάσσω (q.v.), sit, sit idle, στρατὸς δὲ θάσσει E.Supp. 391; ἥσυχος θ. Id.Ba.622 (troch.); ἀμφὶ βωμόν Id.Rh.509; ἐπ' ἀκταῖς Id.Hec.36; τρίποδι ἐν χρυσέῳ Id.IT1253 (lyr.); πρὸς βάθροις Id.HF 715: c. acc. sedis, θάσσειν θρόνον S.OT161 (lyr.); θ. τρίποδα E.Ion91 (anap.); θ. δάπεδον Id.Andr.117 (lyr.): c. acc. cogn., θ. δυστήνους ἕδρας to sit in wretched posture, Id.HF1214, cf. Ar.Th.889. (θᾱσσω contr. fr. θαάσσω (θᾰϝᾰκyω, cf. θάβακος): v. θᾶκος, θοάζω.)

German (Pape)

[Seite 1188] sitzen, ruhen, vgl. oben das ep. θαάσσω; στρατὸς θάσσει Eur. Suppl. 408; ἐν τρίποδι I. T. 1253; – c. acc., ἃ κυκλόεντ' ἀγορᾶς θρόνον εὐκλέα θάσσει, sitzt auf dem ruhmvollen Throne, Soph. O. R. 161; τρίποδα Eur. Ion 91; ἄκραν Or. 861; ἕδρας Ar. Th. 889.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
être assis : θρόνον SOPH sur un trône ; demeurer immobile.
Étymologie: θᾶκος.

Greek (Liddell-Scott)

θάσσω: Ἀττ. θαάσσω (ὃ ἴδε), κάθημαι, μένω ἄπρακτος, ἀργός, στρατὸς δὲ θάσσει Εὐρ. Ἱκέτ. 391· ἥσυχος θ. ὁ αὐτ. Βάκχ. 622· ἀμφὶ βωμὸν ὁ αὐτ. Ρήσ. 509· ἐπ’ ἀκταῖς ὁ αὐτ. Ἑκ. 36, Ι. T. 1253· πρὸς βάθροις ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 715· - μετ’ αἰτ., θάσσειν θρόνον Σοφ. Ο. T. 161· θ. τρίποδα Εὐρ Ἴωνι 91· θ. δάπεδον ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 117· - θ. δυστήνους ἕδρας, κάθημαι ἐν σήματι δυστυχοῦς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1214, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 889· ἴδε θοάζω ΙΙ, θακέω.

Greek Monolingual

θάσσω, επικ. τ. θαάσσω (Α)
κάθομαι, ησυχάζω, μένω αργός, κάθομαι αδρανής (α. «στρατὸς δὲ θάσσει», Ευρ.
β. «θάσσω δυστήνους ἕδρας» — κάθομαι σαν δύστυχος, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαFακ-ψω < θάFακ-ος, απ' όπου και το θάκος].

Greek Monotonic

θάσσω: Επικ. θᾰάσσω,
1. κάθομαι, μένω άπρακτος, αδρανής· με αιτ. που δηλώνει στάση, θάσσειν, θρόνον, σε Σοφ., κ.λπ.· με σύστ. αιτ.·
2. δυστήνους ἕδρας, κάθομαι σε στάση δυστυχίας, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θάσσω: эп. θαάσσω (только praes. и impf.) сидеть, восседать (θρόνον Soph.; τρίποδα и τρίποδι ἐν χρυσέῳ, δάπεδον, ἄκραν, ἀμφὶ βωμόν, πρὸς βάθροις, ἐπ᾽ ἀκταῖς Eur.; τὰς τυμβήρεις ἕδρας Arph.): θ. δυστήνους ἕδρας Eur. сидеть в немом отчаянии; στρατὸς θάσσει Eur. войско расположилось, т. е. прибыло.

Frisk Etymological English

θαάσσω Meaning: sit
See also: s. θᾶκος.

Middle Liddell

= θάασσω]
to sit, sit idle;— c. acc. sedis, θάσσειν θρόνον Soph., etc.; c. acc. cogn., θ. δυστήνους ἕδρας to sit in wretched posture, Eur.

Frisk Etymology German

θάσσω: θαάσσω
{thássō}
Meaning: sitzen
See also: s. θᾶκος.
Page 1,655